Τον κώδωνα του κινδύνου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, η οποία συνεχώς υποτροπιάζει, λόγω της αυξημένης αβεβαιότητας που επικρατεί, κρούει το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής, στη νέα τριμηνιαία έκθεσή του για την περίοδο Ιανουαρίου - Μαρτίου 2015, που έδωσε στη δημοσιότητα.
Η οικονομία υποτροπιάζει
Παρά τα έντονα κοινωνικά προβλήματα η οικονομία της χώρας παρουσίαζε σημεία ανάκαμψης το 2014.
Σύμφωνα με τους ετήσιους Εθνικούς Λογαριασμούς, η ελληνική οικονομία το 2014, για πρώτη φορά μετά το 2007, κατέγραψε ρυθμό ανόδου του ΑΕΠ, της τάξης του 0,8% (σε σταθερές τιμές).
Όμως, το πρώτο τρίμηνο 2015 άρχισε με πολλές αβεβαιότητες ως προς τη μελλοντική πορεία της ελληνικής οικονομίας. Ο εκλογικός κύκλος και η παρατεταμένη αδυναμία συμφωνίας κυβέρνησης και θεσμών, η εκκρεμότητα γύρω από τη δημοσιονομική προσαρμογή και τις μεταρρυθμίσεις, σε συνδυασμό με άλλους παράγοντες, όπως είναι οι αμφιταλαντεύσεις σε ζητήματα έννομης τάξης (“rule of law”) και οι αντικρουόμενες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών σχετικά με το ενδεχόμενο συμφωνίας ή ρήξης, ενέτειναν την αβεβαιότητα, που με τη σειρά της προκάλεσε επενδυτική υστέρηση στην αγορά και σε συνδυασμό με αντιφα-τικά χαρακτηριστικά της πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης, είχε ως αποτέλεσμα, ήδη από το τελευταίο τρίμηνο του 2014, την επιστροφή της οικονομίας σε υφεσιακή τροχιά.
Το τελευταίο τρίμηνο του 2014 καταγράφηκαν αρνητικοί ρυθμοί μεγέθυνσης (-0,4%) σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2014 με βάση τα διαθέσιμα εποχικά διορθωμένα στοιχεία. Αρνητικός προβλέπεται να είναι και ο ρυθμός μεγέθυνσης το πρώτο τρίμηνο του 2015, αν και τα στοιχεία θα οριστικοποιηθούν αργότερα.
Φυσιολογικά, αυτή η εξέλιξη είχε ως συνέπεια ότι η ανεργία παραμένει σταθερή.
Από τα τέλη Νοεμβρίου μέχρι σήμερα οι καταθέσεις έχουν μειωθεί κατά €26 δισ. (από 160,3 το Δεκέμβριο 2014 σε 134 τον Απρίλιο 2015).
Η φυγή αντισταθμίζεται πρόσκαιρα από την ΕΚΤ μέσω της επείγουσας παροχής ρευστότητας (ELA - Emergency Liquidity Assistance).
Επιπρόσθετα, η δραστική επιδείνωση των συνθηκών στην οικονομία τροφοδοτεί μια νέα γενιά κόκκινων δανείων.
Το πρώτο τρίμηνο του 2015 ο δείκτης οικονομικού κλίματος ήταν σε έντονα πτωτική τροχιά.
Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν χρηματοδοτικές δυσκολίες και τεράστιο πρόβλημα με ξένους πελάτες και προμηθευτές. Τα ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο αυξήθηκαν κατά € 3,47 δισ. το πρώτο τρίμηνο του 2015.
Η τρέχουσα κατάσταση δεν απειλεί μόνον όσες επιχειρήσεις βρίσκονται σε οριακό σημείο, αλλά και όσες τα χρόνια της κρίσης άντεξαν, επένδυσαν, συγκράτησαν μισθούς, κατέβαλαν φόρους και απέφυγαν απολύσεις.
Απειλεί δηλαδή, την υγιή επιχειρηματικότητα. Αν η αβεβαιότητα που περιβάλλει την πολιτικοοικονομική συγκυρία παραταθεί, η κατάσταση θα επιδεινωθεί δραματικά.
Εν τούτοις, η κυβέρνηση αναμένει ότι τελικά η οικονομία θα ανακάμψει το 2015.
Οι προβλέψεις για τη μεγέθυνση του ΑΕΠ το 2015 αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω σε σύγκριση με τους αρχικούς στόχους παρά το γεγονός ότι η διαδικασία μεγέθυνσης ευνοείται από παρά-γοντες όπως η πτώση της τιμής του πετρελαίου, που μειώνει το κόστος παραγωγής και η πτώση του ευρώ, που κάνει τις εξαγωγές μας σε τρίτες χώρες φθηνότερες.
Η αύξηση του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται για την ελληνική οικονομία στο 1,4% για το 2015 και 2,9% για το 2016.
Και οι δύο προβλέψεις είναι χαμηλότερες από εκείνες του προϋπολογισμού για το 2015 (2,9%) και του Μεσοπρόθεσμου Προγράμματος για το 2016 (3,5%).
Ανάλογα θα επιβραδυνθεί η (αναμενόμενη) μείωση του ποσοστού ανεργίας.
Θεωρούμε ότι μόνον η τελική συμφωνία με τους εταίρους στην Ευρωζώνη θα εξαλείψει τις αβεβαιότητες και θα δώσει νέα ώθηση στην ανάπτυξη.
Συμφωνία με τους θεσμούς επείγει και είναι δυνατή
Πρέπει να επιτευχθεί συμφωνία με τους θεσμούς το συντομότερο δυνατό. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις της επίσημης Ελλάδας και των δανειστών ήταν αρχικά μεγάλες και ουσιαστικές, όχι τυπικές και διαδικαστικές. Το θέμα ήταν αν θα έπρεπε - και ήταν δυνατό - να συμφωνηθούν αλλαγές στο πρόγραμμα προσαρμογής.
Το σπουδαιότερο όμως ήταν ότι πολλά σημεία του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ μπορούσαν να περιληφθούν σε ένα αναθεωρημένο πρόγραμμα προσαρμογής ή συμφωνία -γέφυρα, ώστε να συνεχισθεί η βοήθεια προς την Ελλάδα. Είχαμε όμως επίσης υπογραμμίσει ότι άλλες εξαγγελίες (π.χ. σε ασφαλιστικό και ιδιωτικοποιήσεις) ήταν ασύμβατες με δεσμεύσεις της χώρας και με τη γενικότερη φιλοσοφία σε ΕΕ, ΔΝΤ και ΟΟΣΑ και ότι αυτό θα οδηγούσε σε καθυστερήσεις και εντάσεις. Το αποτέλεσμα θα ήταν απώλειες εξωτερικών πόρων, καθίζηση των ρυθμών μεγέθυνσης και όξυνση των δημοσιονομικών προβλημάτων.
Αλλά, η έμφασή μας ήταν στα σημεία που προσφέρονταν για συνεννόηση με τους εταίρους και θα αποτελούσαν σημαντική τομή από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας της χώρας (διαφθορά, παραοικονομία, διαπλοκή). Ειδικά η διαφθορά, που δυστυχώς εξακολουθεί να βασανίζει τη χώρα μας, αποτελεί μείζον πρόβλημα. Τη μεγάλη και μικρή διαφθορά ευνοούν η αδιαφάνεια των διαδικασιών, η ατιμωρησία, η καταναλωτική κουλτούρα, οι δομές των ΜΜΕ, και μερικές νέες διεθνείς διευκολύνσεις (εξωχώριες εταιρείες κτλ.), συνοπτικά ένας καταλυτικός συνδυασμός θεσμών και αξιών. Σύμφωνα με διάφορους ερευνητές, ο περιορι-σμός της διαφθοράς θα είχε ως επίπτωση τη μείωση των ελλειμμάτων κατά 4 ή περισσότε-ρες ποσοστιαίες μονάδες.
Σε αυτούς τους τομείς οι προηγούμενες κυβερνήσεις είχαν μεν κάνει κάποια βήματα μετά το 2010, αλλά είχαν συνολικά αποτύχει.
Αλλά, ο κατάλογος των μέτρων και μεταρρυθμίσεων, που χρειάζεται η χώρα για να επιστρέψει στην ανάπτυξη, περιλαμβάνει και άλλες μεταρρυθμίσεις σε Δικαιοσύνη, Δημόσια Διοίκηση, πολιτικό σύστημα, φορολογικό σύστημα, ασφαλιστικό κ.λπ. που θα έπρεπε πρωτίστως να στοχεύουν στη διαφάνεια, την αποτελεσματικότητα και την εμπέδωση της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Το ΓΠΚB υποστήριζε και υποστηρίζει ότι η χώρα χρειάζεται βαθιές τομές (μεταρρυθμίσεις) για να επιστρέψει σε διατηρήσιμη ανάπτυξη εναρμονισμένες με τις βέλτιστες πρακτικές στις ευρωπαϊκές χώρες.
Η πολιτική αυτή θα πρέπει να εφαρμοσθεί εντός του πλαισίου κανόνων (και των διαδικασιών) της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Συμπληρώνουμε, σήμερα, ότι η εφαρμογή νόμων που είχαν ήδη ψηφισθεί από τις προηγούμενες κυβερνήσεις αλλά απλά δεν είχαν εφαρμοσθεί (!) θα διεύρυνε το πεδίο συγκλίσεων με την ΕΕ.
Αυτό ακριβώς δεσμεύεται σήμερα η κυβέρνηση στο «κείμενο εργασίας» που έστειλε το Μάρτιο στους θεσμούς, π.χ. να εφαρμόσει νόμο του 2010 για τη φορολόγηση τηλεοπτικών διαφημίσεων που αναστελλόταν συνεχώς με «εγκυκλίους» του ν. 4093, να «εμπεδώσει» την ανεξαρτησία της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (ΓΓΔΕ) και να εφαρμόσει τον Ν. 4270/2014 περί δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας. Την ίδια θετική επίπτωση στις σχέσεις με τους θεσμούς θα έχει ο τεχνολογικός εκσυγχρονισμός υπηρεσιών του Δημοσίου, η εναρμόνιση κανόνων και πρακτικών με τις προδιαγραφές του ΟΟΣΑ σε διάφορους τομείς, η εισαγωγή οδηγιών της ΕΕ για τις δημόσιες προμήθειες στο εσ-τερικό δίκαιο, αλλά και η εφαρμογή κοινοτικών κανόνων που ναι μεν έχουν εισέλθει στο εσωτερικό δίκαιο, παραβιάζονται όμως στην πράξη.
Η χώρα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις
Η χώρα χρειάζεται μεταρρυθμίσεις γιατί αυτές στοχεύουν πρωτίστως (αν και όχι μόνο) στο να βελτιώσουν την οικονομική αποτελεσματικότητα, δηλαδή να επιφέρουν καλύτερη χρήση των διαθέσιμων πόρων και με τον τρόπο αυτό αύξηση του πλούτου. Οι μεταρρυθμίσεις συνεπάγονται ένα σοβαρό μετασχηματισμό της οργάνωσης του κράτους και της οικονομίας - τη μετάβαση από μια προσοδοθηρική κοινωνία (κοινωνία εισοδηματιών) σε μια παραγωγική κοινωνία στην οποία αποκαθίστανται οι διαμετρικά αντίθετες αξίες.
Το ερώτημα είναι βέβαια τι είδους μεταρρυθμίσεις και με ποια ιεράρχηση. Γεγονός είναι ακόμα ότι στο μεταξύ οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται γιατί η έννοια έχει παρεξηγηθεί. Όπως πρόσφατα τόνισε ο Υπουργός Οικονομικών «…πρέπει να δώσουμε στις μεταρρυθμίσεις πάλι το καλό τους νόημα […] πατάσσοντας τις χειρότερες μορφές κερδοσκοπίας, διαφθοράς, φοροδια-φυγής κλπ ξεκινώντας από την κορυφή της πυραμίδας και κατεβαίνοντας προς τα κάτω[…]Η Ελλάδα πρέπει να καταστεί και πάλι μια μεταρρυθμίσιμη κοινωνία».
Δεν είναι βέβαια σωστό να ισχυριζόμαστε ότι στο παρελθόν δεν έγιναν καθόλου ή δεν επιχειρήθηκαν (έστω και ανεπιτυχώς ορισμένες) μεταρρυθμίσεις. Όμως αυτό που χρειαζόταν και εξακολουθεί να χρειάζεται η χώρα είναι μια «μεταρρυθμιστική επανάσταση», δηλαδή μια αλλαγή των συστημάτων κινήτρων και αντικινήτρων, των κανόνων του παιχνιδιού και των θεσμών που τους εφαρμόζουν.
Μόνο έτσι θα γίνει εφικτή η αποδιάρθρωση του άτυπου και τυπικού θεσμικού πλαισίου που προστατεύει τους «έχοντες και κατέχοντες» και κάνει δυνατή μεγάλης έκτασης προσοδοθηρική συμπεριφορά, η οποία καταδυναστεύει το κοινωνικό σύνολο.
Η κυβέρνηση ακολούθησε σε ορισμένα ζητήματα το δύσβατο δρόμο της διαπραγματευτικής προσαρμογής αν και μένουν πολλά να γίνουν ακόμα για να γεφυρωθεί η απόσταση που τη χωρίζει από τους εταίρους.
Γεγονός είναι ότι αρκετά ελληνικά αιτήματα έχουν ισχυρή αιτιολόγηση. Μεταξύ άλλων, από οικονομικής άποψης, ορθώς αμφισβητήθηκε η μετατροπή κρατικών (φυσικών) μονοπωλίων σε ιδιωτικά μονοπώλια, όπως π.χ. είναι οι υπηρεσίες ύδρευσης πόλεων ή το δίκτυο ηλεκτρισμού.
Επίσης, το «μοντέλο» των ιδιωτικοποιήσεων θα μπορούσε να αλλάξει (αρκεί να μην υπάρξουν υπερβολικές καθυστερήσεις), ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερο όφελος για την εθνική οικονομία, θέτοντας, για παράδειγμα, ρήτρες ελάχιστης επένδυσης πάνω από την τιμή πώλησης.
Εξίσου αιτιολογημένες, από οικονομική άποψη, είναι οι επιφυλάξεις για τις προτεινόμενες αλλαγές μερικών εργασιακών θεσμών.
Μολονότι η συζήτηση για συγκε-κριμένους θεσμούς εργασίας συνεχίζεται, νεότερες έρευνες στο ΔΝΤ (!) βρήκαν ότι η συνολική παραγωγικότητα της εργασίας, που είναι προϋπόθεση για την ανάπτυξη, δεν επηρεά-ζεται από την απορρύθμιση των αγορών εργασίας συνολικά.
Γενικότερα είναι λογικό να επιδιώκουμε τροποποίηση των προτεραιοτήτων.
Ως εκ τούτου η επίτευξη συμφωνίας απαιτεί προθυμία για συμβιβασμό και των εταίρων (θεσμών).
Παραμονή στην Ευρωζώνη
Η κορυφαία, επίσημη και ορθή στρατηγική επιλογή είναι να κρατηθεί η χώρα εντός της Ευρωζώνης μέσω σειράς μεταρρυθμίσεων παρά τις επιφυλάξεις ορισμένων στελεχών της κυβερνητικής παράταξης.
Αλλά, ο ορθολογισμός κρίνεται και από την ποιότητα της σχέσης στόχων και μέσων πολιτικής, από τη συμβατότητα των μέσων με τους σκοπούς.
Κατά τη γνώμη μας η ορθή επιλογή να παραμείνει η χώρα στην Ευρωζώνη, η οποία άλλωστε ούτε προεκλογικά είχε αμφισβητηθεί, καθορίζει το πλαίσιο για τη χάραξη της οικονομικής πολιτικής (δημοσιονομικά, μεταρρυθμίσεις) σε κρίσιμους τομείς, αν και όχι σε όλους.
Κατά τη γνώμη του ΓΠΚΒ θα ήταν ιστορικό λάθος να βγει η Ελλάδα από την Ευρωζώνη την ώρα που η οικονομική πολιτική στην Ευρωζώνη αρχίζει να αλλάζει σε κατεύθυνση ευνοϊκή για την ίδια τη χώρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου