Τα μπουλούκια της μόδας, η αθλιότητα των καλλιστείων, αλλά και οι χασάπηδες της βιντεοκασέτας. Στην ηλικία της αθωότητας η Βάνα Μπάρμπα είχε έρθει αντιμέτωπη με όλα αυτά για τα οποία μίλησε ανοιχτά σε συνέντευξη της στο περιοδικό «Κλικ»το 1989, όταν ήταν ακόμη ανερχόμενη.
Το να είναι κανείς διάσημος και ωραίος έχει πολλά πλεονεκτήματα, αλλά έχει και ένα τίμημα, το οποίο η ίδια είχε νιώσει στο πετσί της. Ποιο είναι αυτό; Όπως έλεγε, είναι το θάρρος πολλών ανθρώπων να θεωρούν ότι μπορούν να ανέβουν στο κρεβάτι σου, αλλά και την ταμπέλα της «εύκολης και χαζής».
«Πρέπει όλη την ώρα να πείθεις ότι δεν είσαι μόνο εικόνα, ένας ωραίος κώλος, ή μια ωραία μούρη. Πρέπει να είσαι όλη την ώρα στην τσίλια ας πούμε. Γιατί να μην μπορώ να χαλαρώσω λίγο και εγώ; Και με ανθρώπους της δουλειάς μου ακόμα πρέπει να προσέχω τι θα πω πως θα μιλήσω. Γιατί είναι προκατειλημμένοι και εύκολα μπορεί να με παρεξηγήσουν. Γιατί είναι δύσκολο να είσαι η εξαίρεση του κανόνα της ωραίας γκόμενας που είναι συνήθως αγγούρι», σχολίασε η ίδια. Πολλοί την κατηγόρησαν ότι είχε επιλέξει να έχει τον ρόλο της ωραίας και προκλητικής γυναίκας. Εκείνη απάντησε ότι «και να μην ντυνόμουν όπως ντύνομαι και να μην πρόσεχα τον εαυτό μου, πάλι ωραία γκόμενα θα ‘μουνα. Η ψυχή μου θέλει να είμαι ωραία γυναίκα και να μπορώ να χαίρομαι κάθε στιγμή ήρεμα και καλά».
Τα καλλιστεία
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γιάννενα. Από μικρή ήθελε να ξεφύγει από την μικρή; επαρχιακή πόλη. Δεν ήταν το κορίτσι που ήθελε θα βρει τον καλό γαμπρό και την σταθερή δουλειά με τον σίγουρο μισθό. Ο πατέρας της ήθελε να την βάλει στην τράπεζα, αλλά εκείνη και μόνο στην ιδέα πνιγόταν. Σε ηλικία 17 ετών έπεσε στα χέρια της ένα περιοδικό όπου διάβασε ότι δώδεκα κοπέλες από την επαρχία θα είναι οι φιναλίστ στα καλλιστεία. Έστειλε συμμετοχή και σε μια βδομάδα ήρθαν δυο κύριοι στα Γιάννενα, τους άρεσε και την πήραν στα καλλιστεία. Έτσι πήγε στην Αθήνα. Ήθελε να κερδίσει, γιατί έβλεπε ότι οι γονείς της χαίρονταν στην ιδέα ότι η κόρη τους θα λάβει μέρος σε ένα διεθνή διαγωνισμό ομορφιάς και θα κατακτήσει ένα τίτλο.
«Όλα τα όνειρα μου καταστράφηκαν το ίδιο βράδυ, που βγήκα Μις Ελλάς. Αντιμετώπισα 4.000 άτομα που με κοίταζαν σαν ζώο επί σφαγή, τα μπούτια μου, τον κώλο μου, να χουγιάζουν από κάτω, να φωνάζουν, να ουρλιάζουν συνέχεια. Μια τρομερή κατάσταση»
Περιγράφοντας εκείνη την βραδιά, είπε ότι όταν έπεσε ο προβολέας πάνω της ένιωθε πολύ άσχημα βλέποντας την σεξουαλική δίψα στα μάτια των ανδρών. Πέταξε το στέμμα και έβαλε τα κλάματα. Ένιωσε πολύ άσχημα και μετά στράφηκε εναντίον του θεσμού των καλλιστείων, τον οποίο χαρακτήρισε «απαράδεκτο».
Η εποχή της βιντεοκασέτας
Μετά τα καλλιστεία έκανε φωτογραφήσεις ως μανεκέν, ενώ το 1983 της έγινε πρόταση για μια ταινία στην Καλαμάτα όπου θα πρωταγωνιστούσε με τον Τέλη Σαββάλας σε μια ελληνοαμερικανική παραγωγή με μισθό 10.000 δολάρια! Αυτό όμως θα συνέβαινε εάν περνούσε το τεστ. «Το τεστ ήταν ένα ρίξιμο στο κρεβάτι, ένα κρεβάτι με έναν μουσάτο, που μόλις είδε ότι δεν επρόκειτο να γίνει τίποτα, μας παράτησε σύξυλες εμένα και κάτι άλλες κοπέλες, στην Καλαμάτα». Τότε βρέθηκε ένα χειμερινός κολυμβητής που τους δάνεισε 5 χιλιάρικα για να γυρίσουν στην Αθήνα. Εκεί πλέον άρχισε να συνειδητοποιεί πόσο «βρώμικος» ήταν αυτός ο χώρος. Μετά δούλεψε ως μοντέλο για να βγάζει το χαρτζιλίκι της. Έκανε φωτογραφίσεις και επιδείξεις μόδας στην επαρχία, τα οποία χαρακτήρισε «μπουλούκια μόδας».
«Μας βάζανε σε ένα φορτηγό, πάλι σαν τα ζώα, χωρίς φαΐ, χωρίς ποτό, καμιά δεκαριά κορίτσια, πηγαίναμε δυο μέρες επίδειξη στη επαρχία, να βγάλουμε 8-10 χιλιάδες δραχμές μεροκάματο». Την ίδια εποχή ξεκίνησε να κάνει βιντεοταινίες για να επιβιώσει γιατί τα λεφτά από τον χώρο της μόδας ήταν ελάχιστα. «Με χρησιμοποίησαν για την εμφάνιση μου στις βιντεοκασέτες. Να φοράω μαγιό πάλι να το παίζω γκόμενα κουνιστή, τέτοια». Η ίδια στην συνέντευξη της είχε πει ότι οι παραγωγοί προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν ακόμα και το μεσημεριανό φαγητό των κοριτσιών που έπαιζαν τότε στα βίντεο. Δούλευαν 24ώρες το 24ωρο με σενάρια οικτρά.
«Ήμουνα η ντυμένη τσόντα των βιντεοκασετών. Ένα σεξουαλικό πέρασμα. Όμως σιγά σιγά άρχισα να την ψάχνω την δουλειά. Άρχισα να μαθαίνω κάτι, άρχισα να μιλάω περισσότερο».
Η στροφή στην υποκριτική
Τότε ήρθε η πρόταση για μια οντισιόν στην ταινία «Βίος και Πολιτεία» του Νίκου Περάκη για τον ρόλο μιας δημοσιογράφου. Στην αρχή πήγε με δυσπιστία στην οντισιόν, αλλά τελικά είπε τα λόγια καλά και έπαιξε στην ταινία. Μετά ακολούθησε μια διαφήμιση ζυμαρικών στην Ιταλία η οποία γυρίστηκε στα στούντιο της Τσινετσιτά. «Για αυτό το διαφημιστικό έδωσα όλο μου τον εαυτό, σε ανθρώπους που ήθελαν από μένα μια άλλη εικόνα, ένα κοριτσίστικο αθώο λουκ. Έπαιξα άβαφη, με πολύ κουραστικές συνθήκες, δέκα μέρες σκληρές αλλά και αποδοτικές και χαρούμενες», σχολίασε η ίδια στο περιοδικό «Κλικ».
Για πρώτη φορά εμφανίστηκε γυμνή στην ταινία «Μ’ αγαπάς» του Πανουσόπουλου το 1989. Στην αρχή την σόκαρε η ιδέα του να παίζει γυμνή και αρνήθηκε την πρόταση. Αλλά μετά από λίγες μέρες, την έτρωγε το σαράκι και αποφάσισε ότι θέλει να παίξει στην ταινία και δέχτηκε τον ρόλο. Η συμμετοχή της στην ταινία του Πανουσόπολου σήμανε το τέλος της εποχής της βιντεοκασέτας για εκείνη. «Τελείωσαν πια για μένα οι καταστάσεις της ωραίας γκόμενας στο φίλμ, δεν τα τρώω πια. Τα ‘φαγα στην μάπα πέντε χρόνια, αρκετά», απάντησε στο δημοσιογράφο όταν την ρώτησε τι σκόπευε να κάνει στην συνέχεια στην καριέρα της.
«Δεν υπάρχει μόνο η Βάνα Μπάρμπα η γκόμενα, αλλά η Βάνα Μπάρμπα που μπορεί να τα καταφέρει σαν επαγγελματίας», κατέληξε.
Το να είναι κανείς διάσημος και ωραίος έχει πολλά πλεονεκτήματα, αλλά έχει και ένα τίμημα, το οποίο η ίδια είχε νιώσει στο πετσί της. Ποιο είναι αυτό; Όπως έλεγε, είναι το θάρρος πολλών ανθρώπων να θεωρούν ότι μπορούν να ανέβουν στο κρεβάτι σου, αλλά και την ταμπέλα της «εύκολης και χαζής».
«Πρέπει όλη την ώρα να πείθεις ότι δεν είσαι μόνο εικόνα, ένας ωραίος κώλος, ή μια ωραία μούρη. Πρέπει να είσαι όλη την ώρα στην τσίλια ας πούμε. Γιατί να μην μπορώ να χαλαρώσω λίγο και εγώ; Και με ανθρώπους της δουλειάς μου ακόμα πρέπει να προσέχω τι θα πω πως θα μιλήσω. Γιατί είναι προκατειλημμένοι και εύκολα μπορεί να με παρεξηγήσουν. Γιατί είναι δύσκολο να είσαι η εξαίρεση του κανόνα της ωραίας γκόμενας που είναι συνήθως αγγούρι», σχολίασε η ίδια. Πολλοί την κατηγόρησαν ότι είχε επιλέξει να έχει τον ρόλο της ωραίας και προκλητικής γυναίκας. Εκείνη απάντησε ότι «και να μην ντυνόμουν όπως ντύνομαι και να μην πρόσεχα τον εαυτό μου, πάλι ωραία γκόμενα θα ‘μουνα. Η ψυχή μου θέλει να είμαι ωραία γυναίκα και να μπορώ να χαίρομαι κάθε στιγμή ήρεμα και καλά».
Τα καλλιστεία
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γιάννενα. Από μικρή ήθελε να ξεφύγει από την μικρή; επαρχιακή πόλη. Δεν ήταν το κορίτσι που ήθελε θα βρει τον καλό γαμπρό και την σταθερή δουλειά με τον σίγουρο μισθό. Ο πατέρας της ήθελε να την βάλει στην τράπεζα, αλλά εκείνη και μόνο στην ιδέα πνιγόταν. Σε ηλικία 17 ετών έπεσε στα χέρια της ένα περιοδικό όπου διάβασε ότι δώδεκα κοπέλες από την επαρχία θα είναι οι φιναλίστ στα καλλιστεία. Έστειλε συμμετοχή και σε μια βδομάδα ήρθαν δυο κύριοι στα Γιάννενα, τους άρεσε και την πήραν στα καλλιστεία. Έτσι πήγε στην Αθήνα. Ήθελε να κερδίσει, γιατί έβλεπε ότι οι γονείς της χαίρονταν στην ιδέα ότι η κόρη τους θα λάβει μέρος σε ένα διεθνή διαγωνισμό ομορφιάς και θα κατακτήσει ένα τίτλο.
«Όλα τα όνειρα μου καταστράφηκαν το ίδιο βράδυ, που βγήκα Μις Ελλάς. Αντιμετώπισα 4.000 άτομα που με κοίταζαν σαν ζώο επί σφαγή, τα μπούτια μου, τον κώλο μου, να χουγιάζουν από κάτω, να φωνάζουν, να ουρλιάζουν συνέχεια. Μια τρομερή κατάσταση»
Περιγράφοντας εκείνη την βραδιά, είπε ότι όταν έπεσε ο προβολέας πάνω της ένιωθε πολύ άσχημα βλέποντας την σεξουαλική δίψα στα μάτια των ανδρών. Πέταξε το στέμμα και έβαλε τα κλάματα. Ένιωσε πολύ άσχημα και μετά στράφηκε εναντίον του θεσμού των καλλιστείων, τον οποίο χαρακτήρισε «απαράδεκτο».
Η εποχή της βιντεοκασέτας
Μετά τα καλλιστεία έκανε φωτογραφήσεις ως μανεκέν, ενώ το 1983 της έγινε πρόταση για μια ταινία στην Καλαμάτα όπου θα πρωταγωνιστούσε με τον Τέλη Σαββάλας σε μια ελληνοαμερικανική παραγωγή με μισθό 10.000 δολάρια! Αυτό όμως θα συνέβαινε εάν περνούσε το τεστ. «Το τεστ ήταν ένα ρίξιμο στο κρεβάτι, ένα κρεβάτι με έναν μουσάτο, που μόλις είδε ότι δεν επρόκειτο να γίνει τίποτα, μας παράτησε σύξυλες εμένα και κάτι άλλες κοπέλες, στην Καλαμάτα». Τότε βρέθηκε ένα χειμερινός κολυμβητής που τους δάνεισε 5 χιλιάρικα για να γυρίσουν στην Αθήνα. Εκεί πλέον άρχισε να συνειδητοποιεί πόσο «βρώμικος» ήταν αυτός ο χώρος. Μετά δούλεψε ως μοντέλο για να βγάζει το χαρτζιλίκι της. Έκανε φωτογραφίσεις και επιδείξεις μόδας στην επαρχία, τα οποία χαρακτήρισε «μπουλούκια μόδας».
«Μας βάζανε σε ένα φορτηγό, πάλι σαν τα ζώα, χωρίς φαΐ, χωρίς ποτό, καμιά δεκαριά κορίτσια, πηγαίναμε δυο μέρες επίδειξη στη επαρχία, να βγάλουμε 8-10 χιλιάδες δραχμές μεροκάματο». Την ίδια εποχή ξεκίνησε να κάνει βιντεοταινίες για να επιβιώσει γιατί τα λεφτά από τον χώρο της μόδας ήταν ελάχιστα. «Με χρησιμοποίησαν για την εμφάνιση μου στις βιντεοκασέτες. Να φοράω μαγιό πάλι να το παίζω γκόμενα κουνιστή, τέτοια». Η ίδια στην συνέντευξη της είχε πει ότι οι παραγωγοί προσπαθούσαν να εκμεταλλευτούν ακόμα και το μεσημεριανό φαγητό των κοριτσιών που έπαιζαν τότε στα βίντεο. Δούλευαν 24ώρες το 24ωρο με σενάρια οικτρά.
«Ήμουνα η ντυμένη τσόντα των βιντεοκασετών. Ένα σεξουαλικό πέρασμα. Όμως σιγά σιγά άρχισα να την ψάχνω την δουλειά. Άρχισα να μαθαίνω κάτι, άρχισα να μιλάω περισσότερο».
Η στροφή στην υποκριτική
Τότε ήρθε η πρόταση για μια οντισιόν στην ταινία «Βίος και Πολιτεία» του Νίκου Περάκη για τον ρόλο μιας δημοσιογράφου. Στην αρχή πήγε με δυσπιστία στην οντισιόν, αλλά τελικά είπε τα λόγια καλά και έπαιξε στην ταινία. Μετά ακολούθησε μια διαφήμιση ζυμαρικών στην Ιταλία η οποία γυρίστηκε στα στούντιο της Τσινετσιτά. «Για αυτό το διαφημιστικό έδωσα όλο μου τον εαυτό, σε ανθρώπους που ήθελαν από μένα μια άλλη εικόνα, ένα κοριτσίστικο αθώο λουκ. Έπαιξα άβαφη, με πολύ κουραστικές συνθήκες, δέκα μέρες σκληρές αλλά και αποδοτικές και χαρούμενες», σχολίασε η ίδια στο περιοδικό «Κλικ».
Για πρώτη φορά εμφανίστηκε γυμνή στην ταινία «Μ’ αγαπάς» του Πανουσόπουλου το 1989. Στην αρχή την σόκαρε η ιδέα του να παίζει γυμνή και αρνήθηκε την πρόταση. Αλλά μετά από λίγες μέρες, την έτρωγε το σαράκι και αποφάσισε ότι θέλει να παίξει στην ταινία και δέχτηκε τον ρόλο. Η συμμετοχή της στην ταινία του Πανουσόπολου σήμανε το τέλος της εποχής της βιντεοκασέτας για εκείνη. «Τελείωσαν πια για μένα οι καταστάσεις της ωραίας γκόμενας στο φίλμ, δεν τα τρώω πια. Τα ‘φαγα στην μάπα πέντε χρόνια, αρκετά», απάντησε στο δημοσιογράφο όταν την ρώτησε τι σκόπευε να κάνει στην συνέχεια στην καριέρα της.
«Δεν υπάρχει μόνο η Βάνα Μπάρμπα η γκόμενα, αλλά η Βάνα Μπάρμπα που μπορεί να τα καταφέρει σαν επαγγελματίας», κατέληξε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου