Το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα είναι ένα από τα πλέον συνηθισμένα προβλήματα που…εμφανίζονται στο χέρι και ταλαιπωρεί κυρίως τις γυναίκες. Ποια είναι τα συμπτώματά του και πώς αντιμετωπίζεται;
Ένα από τα πλέον συχνά προβλήματα των χεριών, ιδιαίτερα στις γυναίκες, είναι το σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα. Η πρώτη περιγραφή του συνδρόμου ανάγεται στον James Pajet το 1863. Έκτοτε πολλοί συγγραφείς ασχολήθηκαν με το θέμα μέχρι τις μέρες μας αναλύοντας την αιτιολογία, τη συμπτωματολογία και τη θεραπεία του συνδρόμου.
Το μέσο νεύρο του χεριού πορεύεται κατά μήκος της παλαμιαίας επιφάνειας του αντιβραχίου και καταλήγει στα δάκτυλα, αφού διέλθει διά του καρπιαίου σωλήνα.
Ο καρπιαίος σωλήνας είναι οστεοϊνώδης σωλήνας και το έδαφός του αποτελούν τα οστά του καρπού και την οροφή του ο εγκάρσιος σύνδεσμος του καρπού. Το περιεχόμενό του, εκτός από το μέσο νεύρο, είναι οι 9 τένοντες που εκτελούν τις κινήσεις κάμψεως των δακτύλων και του αντίχειρα.
Η αιτιολογία
Τα αίτια που είναι δυνατόν να οδηγήσουν σε πίεση του μέσου νεύρου στον καρπιαίο σωλήνα είναι πολλά. Τα πλέον συνήθη είναι:
Έντονη χρησιμοποίηση των χεριών.
Επαναλαμβανόμενες κινήσεις κάμψεως του καρπού.
Φλεγμονώδεις παθήσεις, με συνηθέστερη μορφή τη ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Ενδοκρινολογικές διαταραχές όπως είναι ο υπερθυρεοειδισμός ή οι ορμονικές διαταραχές μετά την εμμηνόπαυση και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Μεταβολικά νοσήματα, κυρίως ο σακχαρώδης διαβήτης.
Ανατομικές ανωμαλίες.
Τοπικοί όγκοι.
Η διάγνωση
Τα συμπτώματα εκδηλώνονται κυρίως με μούδιασμα στα δάκτυλα που νευρώνονται από το μέσο νεύρο και στο μισό παράμεσο. Τα δάκτυλα που εμπλέκονται περισσότερο, είναι ο δείκτης και ο μέσος. Στην αρχή το μούδιασμα έρχεται και παρέρχεται, ενώ αργότερα γίνεται μόνιμο και εμφανίζεται κυρίως τις πρωινές ώρες και πολλές φορές ξυπνά τον πάσχοντα. Τα συμπτώματα αυτά για άγνωστο λόγο υποχωρούν ή βελτιώνονται με την ανύψωση του μέλους και επιδεινώνονται σε καταστάσεις όπου ο καρπός βρίσκεται σε κάμψη, όπως στην οδήγηση, ακόμα και στο διάβασμα της εφημερίδας. Συχνά εμφανίζεται πόνος κεντρικότερα του καρπού, στη μεσότητα του αντιβραχίου και στον αγκώνα, ενώ μερικές φορές μπορεί να φτάσει μέχρι τον βραχίονα και τον ώμο.
Υπαισθησίες ή παραισθησίες μπορεί να υπάρχουν σε ολόκληρο το χέρι και η απώλεια της αισθήσεως οδηγεί σε αδυναμία σταθερής σύλληψης, με αποτέλεσμα να πέφτουν τα αντικείμενα από το χέρι. Μυϊκή αδυναμία και ατροφίες εμφανίζονται σε παραμελημένες καταστάσεις και εκδηλώνεται με αδυναμία πλήρους χρησιμοποιήσεως του αντίχειρα.
Η θεραπεία
Η θεραπεία είναι δυνατόν να είναι συντηρητική ή χειρουργική. Ελαφρές μορφές αντιμετωπίζονται με νυχτερινούς νάρθηκες και αποφυγή κινήσεως κάμψεως του καρπού. Η ανάπαυση οδηγεί στη μείωση του ερεθισμού της περιοχής. Ταυτόχρονα η χορήγηση μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων ενισχύει την αποτελεσματικότητα της θεραπείας. Η έγχυση κορτιζόνης στον καρπιαίο σωλήνα έχει προταθεί σαν θεραπεία σε επιλεγμένες περιπτώσεις.
Στους ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται στη συντηρητική αγωγή, καθώς και στους ασθενείς με έντονα σημεία πιέσεως, είναι απαραίτητη η χειρουργική διάνοιξη. Η εγχείρηση γίνεται με τοπική αναισθησία στην περιοχή του καρπού. Η αποσυμπίεση του μέσου νεύρου επιτυγχάνεται κατόπιν διατομής του εγκαρσίου συνδέσμου. Τα τελευταία χρόνια η ενδοσκοπική διάνοιξη (χωρίς δηλαδή μεγάλη τομή δέρματος), καθώς και η χρήση ειδικών μαχαιριδίων, έχουν μειώσει το μέγεθος της τομής. Μετεγχειρητικά η αφαίρεση των ραμμάτων γίνεται μετά από 10-12 μέρες, ενώ η πλήρης δραστηριότητα του χεριού επανέρχεται σε χρονικό διάστημα περίπου 4 εβδομάδων.
Η διάγνωση επιτυγχάνεται με τη σωστή κλινική εξέταση και επιβεβαιώνεται με τον εργαστηριακό έλεγχο (ηλεκτρομυογράφημα). Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ένα σημαντικό ποσοστό ασθενών το ηλεκτρομυογράφημα δεν επιβεβαιώνει την κλινική εκτίμηση, η οποία θεωρείται και η πλέον σημαντική. Σπανιότερα απαιτούνται ειδικές εξετάσεις για τον καθορισμό της αιτιολογίας της νόσου.