Το θετικό αυτό αποτέλεσμα συμπίπτει με την σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά του AIDS.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Ζαν-Φιλίπ Σπανό, διευθυντή του τμήματος ιατρικής ογκολογίας του Νοσοκομείου Πιτί-Σαλπετριέρ του Παρισιού, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό ογκολογίας "Annals of Oncology", ανακοίνωσαν ότι ο ασθενής που πήρε το φάρμακο
νιβολουμάβη (πωλείται ως Opdivo από τη Bristol-Myers), εμφάνισε «δραστική και μόνιμη μείωση» του ιού HIV στον οργανισμό του.
Το nivolumab, ένα φάρμακο αντικαρκινικής ανοσοθεραπείας που έχει χρησιμοποιηθεί κατά των καρκίνων των πνευμόνων, των νεφρών και του δέρματος, φαίνεται ότι έχει επίσης ικανότητες να καταστρέφει τα μολυσμένα με HIV κύτταρα, ακόμη και εκείνα που «κρύβονται» και ξεφεύγουν από τις συνήθεις αντιρετροϊκές θεραπείες.
«Πρέπει να παραμείνουμε επιφυλακτικοί, ιδίως επειδή πρόκειται για μία μόνο περίπτωση» δήλωσε ο Σπανό, πολύ περισσότερο, όπως είπε, που σε έναν άλλο ασθενή το Opdivo (ένας αναστολέας της πρωτεΐνης PD-1) δεν επέφερε ανάλογη μείωση του HIV. Όπως είπε ο Γάλλος ογκολόγος, μπορεί το φάρμακο να αποδειχθεί αποτελεσματικό σε ασθενείς με HIV, οι οποίοι είναι είτε καρκινοπαθείς είτε όχι.
Ο 51χρονος, ο οποίος είχε διαγνωσθεί με HIV το 1995 και με καρκίνο των πνευμόνων το 2015, είχε κάνει 31 ενέσεις νιβολουμάβης κάθε δύο εβδομάδες, ξεκινώντας το Δεκέμβριο 2016. Ο ασθενής εμφάνισε σημαντική βελτίωση μετά τους τέσσερις μήνες θεραπείας, αλλά παραμένει υπό διερεύνηση κατά πόσο ο HIV θα επανεμφανισθεί εν καιρώ στον οργανισμό του.
Περίπου 37 εκατομμύρια άνθρωποι έχουν παγκοσμίως τον ιό HIV που προκαλεί AIDS και, από αυτούς, σχεδόν 21 εκατομμύρια ακολουθούν αντιρετροϊκή θεραπεία.
Όμως μια άλλη επιστημονική έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι σε αρκετές χώρες, ιδίως στις φτωχότερες, αυξάνονται τα επίπεδα αντίστασης στα αντιρετροϊκά φάρμακα κατά του HIV. Το ποσοστό αντίστασης των ασθενών είναι πια περίπου 10% (ένας στους δέκα).
Η σχετική μελέτη, που κάλυψε 56.000 ασθενείς σε 63 χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, έγινε από ερευνητές του Πανεπιστημιακού Κολλεγίου του Λονδίνου (UCL) και του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, με επικεφαλής τον καθηγητή Ραβίντρα Γκούπτα και δημοσιεύθηκε στο ιατρικό περιοδικό "The Lancet Infectious Diseases".