Ένας μεξικανός φωτοειδησεογράφος 23 ετών δολοφονήθηκε στην Πολιτεία Σαν Λουίς Ποτοσί
(βόρεια), γεγονός που αύξησε στους 11 τον απολογισμό των δημοσιογράφων που έχουν πέσει θύματα φόνων στο Μεξικό μέσα στο 2017, ανακοίνωσε η κυβέρνηση της χώρας.
Η κυβέρνηση του Μεξικού εξέφρασε «τη βαθιά λύπη της» για «τον φόνο του δημοσιογράφου Έδγαρ Ντανιέλ Εσκέδα» στο Σαν Λουίς Ποτοσί και ζήτησε να διεξαχθεί «ταχεία και αποτελεσματική έρευνα για να βρεθούν οι υπεύθυνοι για αυτό το έγκλημα», σύμφωνα με την ανακοίνωσή της.
Κατά πληροφορίες που δημοσιοποίησε η μη κυβερνητική οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα (Reporters sans frontières, RSF), ο νεαρός φωτορεπόρτερ «απήχθη από ενόπλους» και το πτώμα του βρέθηκε την Παρασκευή κοντά στο αεροδρόμιο της πόλης Σαν Λουίς Ποτοσί, της ομώνυμης πρωτεύουσας της Πολιτείας, με δεμένα τα άκρα και σημάδια από βασανιστήρια.
Η RSF επικοινώνησε με τη σύζυγο του Εσκέδα, η οποία αφηγήθηκε ότι το ζευγάρι κοιμόταν όταν άγνωστοι εισέβαλαν στο σπίτι τους. «Είπαν ότι ήταν κυβερνητικοί πράκτορες, άρπαξαν τον Έδγαρ από τον λαιμό και τον πέταξαν στο έδαφος, σημαδεύοντάς με ταυτόχρονα με όπλο», είπε η γυναίκα στη ΜΚΟ.
«Η RSF απαιτεί από τη δικαιοσύνη να ταυτοποιήσει το ταχύτερο δυνατό τους υπεύθυνους για αυτό το ειδεχθές έγκλημα και να εγγυηθεί την ασφάλεια της οικογένειάς του», σημείωσε ο Εμανουέλ Κολομπιέ, επικεφαλής της διεύθυνσης της ΜΚΟ για τη Λατινική Αμερική.
Ο φωτοειδησεογράφος εργαζόταν για την εφημερίδα Metrópoli San Luis και τον ιστότοπο Vox Populi, καλύπτοντας κυρίως το αστυνομικό ρεπορτάζ.
Ένας μηχανισμός προστασίας δημοσιογράφων—που μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, από ένα απλό «κουμπί πανικού» που καλεί τους αστυνομικούς ως θωρακισμένα αυτοκίνητα και σωματοφύλακες—συστήθηκε το 2012 από την κυβέρνηση του Μεξικού, μιας χώρας που θεωρείται από τις πιο επικίνδυνες στον κόσμο για τους εργαζομένους στον Τύπο.
Ο οργανισμός ο οποίος διαχειρίζεται αυτόν τον μηχανισμό ανέφερε ότι είχε λάβει τον Ιούλιο από την Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του Σαν Λουίς Ποτοσί μια καταγγελία για «φερόμενες παραβιάσεις» των δικαιωμάτων του Εσκέδα από αστυνομικούς.
Ο Εσκέδα είχε τραβήξει φωτογραφίες την 4η Ιουλίου στον τόπο μιας ανταλλαγής πυρών πριν τον πλησιάσουν πέντε αστυνομικοί «οι οποίοι απείλησαν ότι θα προχωρούσαν στην κατάσχεση της μηχανής του και θα τον χτύπαγαν αν συνέχιζε να παίρνει φωτογραφίες, τον ανάγκασαν να σβήσει τα στιγμιότυπα (που είχε τραβήξει) και τον έδιωξαν από το σημείο», σύμφωνα με τον οργανισμό προστασίας των δημοσιογράφων.
Ο οργανισμός πρότεινε ο Εσκέδα να ενταχθεί στον μηχανισμό προστασίας αλλά ο φωτοειδησεογράφος, ο οποίος κατήγγειλε άλλη μια προσπάθεια εκφοβισμού του τη 13η Ιουλίου, διαβεβαίωσε ότι έκτοτε δεν υπήρξε «κανένα άλλο συμβάν» και ότι προχώρησε σε μια προσφυγή στη μεξικανική δικαιοσύνη.
Κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης Τύπου που παραχώρησε, ο κυβερνήτης της Πολιτείας, ο Χουάν Μανουέλ Καρέρας, δήλωσε ότι εξετάζονται διάφορα σενάρια σχετικά με τον φόνο, συμπεριλαμβανομένης της πιθανής εμπλοκής «δημοσίων λειτουργών», δηλαδή αστυνομικών.
Άλλοι εννιά μεξικανοί δημοσιογράφοι—συμπεριλαμβανομένου ενός συνεργάτη του Γαλλικού Πρακτορείου—κι ένας εικονολήπτης από την Ονδούρα ο οποίος είχε προσφύγει στο Μεξικό έχουν ήδη δολοφονηθεί στη χώρα από την αρχή της χρονιάς.
Από το 2000 πάνω από 100 δημοσιογράφοι έχουν δολοφονηθεί στο Μεξικό, σύμφωνα με οργανώσεις υπεράσπισης της ελευθερίας της έκφρασης, οι οποίες καταγγέλλουν ότι το 90% των εγκλημάτων αυτών μένει ατιμώρητο.
Οι επιθέσεις πολλαπλασιάστηκαν μετά το 2006, τη χρονιά που η κυβέρνηση ανέπτυξε τον στρατό εναντίον των συμμοριών του οργανωμένου εγκλήματος που διακινούν ναρκωτικά. Ο υψηλότερος αριθμός δολοφονιών εργαζομένων στον Τύπο είχε καταγραφεί το 2016 (11), αλλά φέτος ισοφαρίστηκε ήδη και πλέον υπάρχει κίνδυνος να ξεπεραστεί.