Mια νέα έρευνα, που δημοσιεύθηκε στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Sciences, επιχείρησε να δώσει απάντηση στο κρίσιμο αυτό ερώτημα και, αν και δεν κατάφερε να δώσει σαφείς απαντήσεις, οδήγησε σε σημαντικές διαπιστώσεις.
Ειδικότερα, τα αποτελέσματά της υποδεικνύουν ότι οι βλάβες στις περιοχές του εγκεφάλου των ατόμων που εκδηλώνουν εγκληματική συμπεριφορά εμπίπτουν σε ένα συγκεκριμένο εγκεφαλικό δίκτυο που εμπλέκεται στην λήψη ηθικών αποφάσεων.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι ο εγκέφαλος κάποιων εγκληματιών παρουσιάζει ανωμαλίες, αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δεν είναι σαφές εάν οι ανωμαλίες αυτές είναι η αιτία ή το αποτέλεσμα ή απλά συμπίπτουν με την εγκληματικότητα.
«Το εργαστήριό μας έχει αναπτύξει μια νέα τεχνική για την κατανόηση των νευροψυχιατρικών συμπτωμάτων που βασίζονται σε εστιακές βλάβες και ένα διάγραμμα καλωδίωσης του ανθρώπινου εγκεφάλου», δήλωσε ο κύριος συγγραφέας Michael Fox, MD, PhD, αναπληρωτής διευθυντής του προγράμματος Deep Brain Stimulation στο ιατρικό κέντρο Beth Israel Deaconess (BIDMC). «Εφαρμόσαμε με επιτυχία αυτήν την τεχνική σε παραισθήσεις, αυταπάτες, ακούσιες κινήσεις και κώμα – και προχωρήσαμε στην πιο ενδιαφέρουσα ίσως εφαρμογή μέχρι σήμερα, στην εγκληματικότητα».
Το επιστημονικό ενδιαφέρον για μια πιθανή σχέση μεταξύ των εγκεφαλικών βλαβών και της εγκληματικότητας αυξήθηκε ιδιαίτερα μετά το μακελειό του Τέξας, το 1966, όπου ο ελεύθερος σκοπευτής Charles Whitman, παραπονέθηκε για πονοκεφάλους και αλλαγές προσωπικότητας πριν σκοτώσει 16 ανθρώπους και τραυματίσει άλλους 31. Ύστερα από έλεγχο διαπιστώθηκε ότι είχε έναν όγκο στον εγκέφαλό του, «γεννώντας» ερωτήματα για το αν η εγκεφαλική βλάβη συνέβαλε στην εγκληματική συμπεριφορά του ή όχι. Ο επικεφαλής συγγραφέας Richard Darby, πρώην μέλος του BIDMC και επίκουρος καθηγητής Νευρολογίας στο Πανεπιστήμιο Vanderbilt, σημείωσε από την πλευρά του ότι το ενδιαφέρον του για τον τρόπο με τον οποίο οι νευρολογικές παθήσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε εγκληματική συμπεριφορά ξεκίνησε μετά τη φροντίδα ασθενών με μετωποκροταφική άνοια, οι οποίοι συχνά διαπράττουν μη βίαια εγκλήματα, ως αποτέλεσμα της νόσου τους.
Για να διερευνήσουν το θέμα, οι ερευνητές συσχέτισαν συστηματικά τις εγκεφαλικές αλλοιώσεις σε 17 ασθενείς που παρουσίασαν εγκληματική συμπεριφορά μετά και όχι νωρίτερα από την εμφάνιση των βλαβών.
Οι αναλύσεις αποκάλυψαν ότι οι βλάβες εντοπίστηκαν σε διάφορες περιοχές του εγκεφάλου, αλλά ήταν όλες χαρτογραφημένες σε ένα κοινό δίκτυο. «Βρήκαμε ότι αυτό το δίκτυο συμμετείχε στην λήψη ηθικών αποφάσεων σε φυσιολογικούς ανθρώπους, δίνοντας ενδεχομένως μία εξήγηση για τον λόγο για τον οποίο οι εγκεφαλικές αλλοιώσεις σε αυτές τις θέσεις θα μπορούσαν να κάνουν τους ασθενείς πιο πιθανό να εμφανίσουν εγκληματική συμπεριφορά», δήλωσαν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα αυτά υποστηρίχθηκαν από δοκιμές σε μια ξεχωριστή ομάδα 23 περιπτώσεων, όπου η χρονική στιγμή μεταξύ εγκεφαλικών αλλοιώσεων και εγκληματικής συμπεριφοράς υπονοήθηκε αλλά δεν καθορίστηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί, ωστόσο, ότι τα άτομα που προσδιορίστηκαν στη μελέτη με εγκεφαλικές αλλοιώσεις στο δίκτυο δεν θα διαπράξουν όλα εγκλήματα, καθώς γενετικοί, περιβαλλοντικοί και κοινωνικοί παράγοντες είναι επίσης πιθανό να διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο. «Δεν γνωρίζουμε ακόμη την προγνωστική αξία αυτής της προσέγγισης», δήλωσε ο Fox, επίκουρος καθηγητής Νευρολογίας στη Ιατρική Σχολή του Χάρβαρντ. «Για παράδειγμα, αν μια βλάβη του εγκεφάλου είναι εκτός δικτύου, αυτό σημαίνει ότι δεν έχει καμία σχέση με την εγκληματική συμπεριφορά; Ομοίως, δεν γνωρίζουμε το ποσοστό των ασθενών μας με βλάβες στο δίκτυό που θα διαπράξουν εγκλήματα».
Ο Darby πρόσθεσε ότι είναι σημαντικό να εξετάσει κανείς πώς τα ευρήματα της μελέτης δεν πρέπει να χρησιμοποιηθούν. «Τα αποτελέσματά μας μπορούν να βοηθήσουν στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο η δυσλειτουργία του εγκεφάλου μπορεί να συμβάλει στην εγκληματική συμπεριφορά, η οποία μπορεί να χρησιμεύσει ως ένα σημαντικό βήμα προς την πρόληψη ή ακόμα και την θεραπεία», ανέφερε. «Ωστόσο, η παρουσία μιας βλάβης του εγκεφάλου δεν μπορεί να μας πει αν πρέπει ή όχι να καταστήσουμε κάποιον νομικά υπεύθυνο για τη συμπεριφορά του. Αυτό είναι τελικά ένα ζήτημα που πρέπει να απαντήσει η κοινωνία».
Πράγματι, όλοι οι γιατροί, οι νευροεπιστήμονες, οι δικηγόροι και οι δικαστές διερευνούν και έχουν να απαντήσουν σε βασικά ερωτήματα σχετικά με την εγκληματική συμπεριφορά στο πλαίσιο μιας εγκεφαλικής βλάβης. Είναι υπεύθυνος ο ασθενής; Πρέπει να τιμωρηθεί με τον ίδιο τρόπο όπως οι άνθρωποι χωρίς βλάβη; Είναι η εγκληματική συμπεριφορά διαφορετική από άλλα συμπτώματα που υφίστανται οι ασθενείς μετά από εγκεφαλική βλάβη, όπως παράλυση ή προβλήματα ομιλίας; «Τα αποτελέσματα της μελέτης δεν απαντούν σε αυτές τις ερωτήσεις, αλλά μάλλον τονίζουν τη σημασία τους», δήλωσε ο Fox.