Πώς η Γερμανία διατηρεί τον λογοτεχνικό της πολιτισμό ζωντανό, κρατώντας την Amazon υπό έλεγχο



Πριν από 15 χρό­νια, ένας μάλ­λον στομ­φώ­δης κύ­ριος (υπεύ­θυ­νος πα­ραγ­γε­λιών του Barnes and Noble), ζή­τη­σε με πε­ρι­σπού­δα­στη φω­νή από τον διευ­θύ­νο­ντα σύμ­βου­λο των εκ­δό­σε­ων Henry Holt να
συ­νει­σφέ­ρει σε μια εκ­στρα­τεία τη­λε­ο­πτι­κών δια­φη­μι­στι­κών της αλυ­σί­δας, με ένα πο­σό της τά­ξε­ως των 50.000 δο­λα­ρί­ων. Ο διευ­θύ­νων σύμ­βου­λος από την πλευ­ρά του, ήλ­πι­ζε να που­λή­σει όσο το δυ­να­τόν πε­ρισ­σό­τε­ρα αντί­τυ­πα του Mason and Dixon, τε­λευ­ταί­ου πο­νή­μα­τος
του Thomas Pynchon. Εί­χε μό­λις ενη­με­ρω­θεί από τους ευ­τυ­χείς πω­λη­τές του ότι η αλυ­σί­δα βι­βλιο­πω­λεί­ων επρό­κει­το να εκ­θέ­σει του­λά­χι­στον 20.000 αντί­τυ­πα του αξιο­θαύ­μα­στου εκεί­νου βι­βλί­ου στις προ­θή­κες των κα­τα­στη­μά­των της σε ολό­κλη­ρη τη χώ­ρα (πράγ­μα που γνω­ρί­ζω, μιας και ήμουν ο τό­τε διευ­θύ­νων σύμ­βου­λος της Holt). Έτσι λοι­πόν, ρώ­τη­σε τη Barnes and Noble αν η δια­φή­μι­ση επρό­κει­το να ανα­φέ­ρει το νέο βι­βλίο του Pynchon. Η απά­ντη­ση ήταν ένα κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό «όχι». Σε αυ­τή την πε­ρί­πτω­ση, ανα­ρω­τή­θη­κε ο διευ­θύ­νων σύμ­βου­λος, «ποιο το νό­η­μα της συ­νει­σφο­ράς της Holt;» Η απά­ντη­ση της Barnes and Noble ήταν σα­φής: «Λυ­πού­με­θα, αλ­λά αν δεν συ­νει­σφέ­ρε­τε το πο­σό τό­τε θα πα­ραγ­γεί­λου­με τους μι­σούς Pynchon». Όπως και έπρα­ξαν.
Εί­ναι βε­βαί­ως πι­θα­νό να συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν ότι ο Pynchon δεν ήταν εν τέ­λει ο συγ­γρα­φέ­ας μα­ζι­κού ανα­γνω­στι­κού κοι­νού που εί­χαν ελ­πί­σει. Ο Leonard Riggio, αφε­ντι­κό της Barnes and Noble εκεί­νη την επο­χή, εί­χε ανα­κοι­νώ­σει ενώ­πιον ενός πά­νελ ότι ο αδελ­φός του (και προ­ο­ρι­ζό­με­νος διά­δο­χός του) εί­χε μεν αρ­χί­σει το βι­βλίο, στά­θη­κε όμως αδύ­να­το να δια­βά­σει πέ­ρα από την πε­ντη­κο­στή σε­λί­δα. Ήταν η μο­να­δι­κή φο­ρά που η εται­ρεία προ­έ­βη σε οποιου­δή­πο­τε εί­δους αι­σθη­τι­κή κρι­τι­κή και το μό­νο που πέ­τυ­χε ήταν να θο­λώ­σει τις επι­χει­ρη­μα­τι­κές πρα­κτι­κές της.
Όποια κι αν ήταν η λια­νι­κή τι­μή του Mason and Dixon, η Barnes and Noble πα­ρέ­μει­νε αμε­τα­κί­νη­τη στην από­φα­σή της και πι­θα­νό­τα­τα ζη­μιώ­θη­κε. Βέ­βαια, εκεί­νη την επο­χή η επι­χει­ρη­μα­τι­κό­τη­τα της ως κα­νο­νι­κού βι­βλιο­πω­λεί­ου –από τού­βλα  και λά­σπη θα μπο­ρού­σε να πει κα­νείς– δεν εί­χε ακό­μα υπο­νο­μευ­θεί σε τό­σο με­γά­λο βαθ­μό από την Amazon. Ωστό­σο, οι δύο εται­ρεί­ες εί­χαν ήδη εμπλα­κεί σε έναν πό­λε­μο χα­ρα­κω­μά­των γύ­ρω από μια συ­γκε­κρι­μέ­νη εκ­πτω­τι­κή στρα­τη­γι­κή πω­λή­σε­ων: με στό­χο την προ­σέλ­κυ­ση πε­λα­τών, τα ευ­πώ­λη­τα τι­μο­λο­γού­νταν κά­τω του κό­στους.
Αυ­τή η πο­λι­τι­κή των εκ­πτώ­σε­ων επα­να­προσ­διό­ρι­σε τε­λι­κά το εκ­δο­τι­κό το­πίο στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες. Κα­τά κα­νό­να, οι ανε­ξάρ­τη­τοι βι­βλιο­πώ­λες λει­τουρ­γού­σαν πά­ντο­τε με ελά­χι­στα κε­φά­λαια, έτσι για αυ­τούς η πο­λι­τι­κή των αρ­νη­τι­κών πε­ρι­θω­ρί­ων κέρ­δους στα ευ­πώ­λη­τα ήταν εκ των πραγ­μά­των μη βιώ­σι­μη. Κα­τά τη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του ’90, κα­θώς οι με­γά­λες αλυ­σί­δες επε­κτεί­νο­νταν και το εμπό­ριο βι­βλί­ων –από βι­βλιο­πώ­λες και μη– έκα­νε την εμ­φά­νι­σή του στο δια­δί­κτυο, πολ­λοί ανε­ξάρ­τη­τοι κα­τα­στρά­φη­καν από την πί­ε­ση για  πε­ραι­τέ­ρω πτώ­ση στις τι­μές των ευ­πώ­λη­των. Ρί­χνο­ντας τις τι­μές σε αυ­τή την κα­τη­γο­ρία βι­βλί­ων, οι με­γά­λες αλυ­σί­δες και η Amazon επέ­φε­ραν στους ανε­ξάρ­τη­τους το ίδιο πλήγ­μα που η Walmart επέ­φε­ρε στις οι­κο­γε­νεια­κές επι­χει­ρή­σεις της γει­το­νιάς: διε­ξά­γο­ντας μία κούρ­σα προς όλο και χα­μη­λό­τε­ρες τι­μές πέ­τυ­χε τε­λι­κά την πλή­ρη συ­ντρι­βή τους. Επι­προ­σθέ­τως, ση­μειώ­θη­καν και άλ­λες πα­ρά­πλευ­ρες απώ­λειες. Εν και­ρώ, η πο­λι­τι­κή των εκ­πτώ­σε­ων στέ­ρη­σε από το Αμε­ρι­κα­νι­κό ανα­γνω­στι­κό κοι­νό τη δυ­να­τό­τη­τα ανά­γνω­σης ξέ­νων συγ­γρα­φέ­ων ευ­ρεί­ας λο­γο­τε­χνι­κής ανα­γνώ­ρι­σης, μιας και σε ένα ολο­έ­να και  εμπο­ρι­κό­τε­ρο εκ­δο­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον οι με­τα­φρά­σεις συ­νι­στούν, αν μη τι άλ­λο, ακρι­βό ρί­σκο. Όπως το έθε­σε ένας υψη­λά ιστά­με­νος διευ­θύ­νων στη Νέα Υόρ­κη: «πο­τέ δεν εκ­δί­δω χει­ρό­γρα­φα που δεν μπο­ρώ να δια­βά­σω».
Αυ­τό που συ­νει­δη­το­ποί­η­σα στη Holt, ομο­λο­γου­μέ­νως με κά­ποια κα­θυ­στέ­ρη­ση, εί­ναι ότι η έκ­δο­ση και πώ­λη­ση βι­βλί­ων στις ΗΠΑ ήταν και πα­ρα­μέ­νει μια πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κή υπό­θε­ση απ’ ότι εί­ναι την πα­τρί­δα μου τη Γερ­μα­νία. Εκεί, από τα τέ­λη του δέ­κα­του ένα­του αιώ­να, η συμ­φω­νία της ενιαία τι­μής με­τα­ξύ εκ­δο­τών και βι­βλιο­πω­λών έχει οριο­θε­τή­σει μια λι­γό­τε­ρο αντα­γω­νι­στι­κή και σα­φώς πιο στα­θε­ρή εκ­δο­τι­κή αγο­ρά. Η ιστο­ρία έχει ως εξής. Τα συμ­βαλ­λό­με­να μέ­ρη αυ­τού του εθε­λο­ντι­κού τι­μο­λο­για­κού καρ­τέλ ήλ­θαν σε μια από κοι­νού συμ­φω­νία: οι εκ­δό­τες θα κα­θό­ρι­ζαν τις τι­μές των βι­βλί­ων και τα βι­βλιο­πω­λεία θα τις τη­ρού­σαν. Ο δια­κα­νο­νι­σμός με­τα­ξύ των δύο πλευ­ρών έμοια­ζε με προ­γα­μιαίο σύμ­φω­νο, βα­σι­σμέ­νο σε μια σχέ­ση εμπι­στο­σύ­νης, επι­κυ­ρω­μέ­νο από νο­μι­κή εται­ρεία και οπλι­σμέ­νο με δα­πα­νη­ρές κυ­ρώ­σεις.
Η εν λό­γω συμ­φω­νία εδραιώ­θη­κε και εν τέ­λει το 2002 έγι­νε νό­μος του Γερ­μα­νι­κού κρά­τους. Έκτο­τε, οι εκ­δό­τες κα­τα­χω­ρούν τα νέα βι­βλία τους, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων και των τι­μών, σε μία βά­ση δε­δο­μέ­νων η οποία επί του πα­ρό­ντος πε­ρι­λαμ­βά­νει σχε­δόν 1.2 εκα­τομ­μύ­ρια τί­τλους. Μία δι­κη­γο­ρι­κή εται­ρεία, ορι­σμέ­νη από την Ομο­σπον­δία Εκ­δο­τών και Βι­βλιο­πω­λών, εί­ναι υπεύ­θυ­νη για την τή­ρη­ση των όρων της συμ­φω­νί­ας από τα συμ­βαλ­λό­με­να μέ­ρη. Κά­θε πα­ρα­βί­α­ση του συμ­φώ­νου  τι­μω­ρεί­ται με πρό­στι­μο που δύ­να­ται να ανέλ­θει μέ­χρι και στις 6.000 ευ­ρώ. Φυ­σι­κά, όπως θα πε­ρί­με­νε κα­νείς, το σύν­δρο­μο του «μαύ­ρου προ­βά­του» κρα­τά τους δι­κη­γό­ρους απα­σχο­λη­μέ­νους. Ανώ­νυ­μοι δια­δι­κτυα­κοί βι­βλιο­πώ­λες προ­σφέ­ρουν με έκ­πτω­ση «χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­να» βι­βλία, πολ­λά εκ των οποί­ων έχουν κλα­πεί από τυ­πο­γρα­φεία και απο­θή­κες.
Από τη σκο­πιά του εκ­δό­τη, η προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη τι­μή πα­ρου­σιά­ζει κά­ποια προ­φα­νή πλε­ο­νε­κτή­μα­τα. Αφε­νός, επι­τρέ­πει στους με­γά­λους και με­σαί­ου βε­λη­νε­κούς εκ­δο­τι­κούς οί­κους να δώ­σουν στέ­γη σε μάλ­λον «δυ­σπώ­λη­τους» συγ­γρα­φείς  των οποί­ων τα βι­βλία δεν εν­δέ­χε­ται να έχουν με­γά­λη εμπο­ρι­κή επι­τυ­χία. Οι επι­κερ­δείς πω­λή­σεις των ευ­πώ­λη­των συγ­γρα­φέ­ων πα­ρέ­χουν με τη σει­ρά τους το ανα­γκαίο ει­σό­δη­μα για να πο­ντά­ρει κα­νείς σε «αου­τσάι­ντερ» όπως η Herta Muller ή ο Jose Saramago. Αν δε ένας τέ­τοιος συγ­γρα­φέ­ας τύ­χει να κερ­δί­σει ένα ση­μα­ντι­κό βρα­βείο –και ει­δι­κά το Nobel– τό­τε οι πω­λή­σεις ανε­βαί­νουν κα­τα­κό­ρυ­φα και όλοι μέ­νουν ικα­νο­ποι­η­μέ­νοι. (Εκτός, φυ­σι­κά, από τους λο­γο­τε­χνι­κούς πρά­κτο­ρες που δια­μαρ­τύ­ρο­νται ότι οι εκ­δό­τες εξα­σφα­λί­ζουν τζά­μπα τους δη­μο­φι­λείς συγ­γρα­φείς, ξε­χνώ­ντας ότι οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από τους πε­λά­τες τους δεν θα που­λή­σουν πο­τέ αρ­κε­τά αντί­τυ­πα ώστε να απο­σβέ­σουν ακό­μα και την εγ­γυ­η­μέ­νη προ­κα­τα­βο­λή τους). Αφε­τέ­ρου, λό­γω των στα­θε­ρών πε­ρι­θω­ρί­ων κέρ­δους στα ευ­πώ­λη­τα, οι εκ­δό­τες έχουν επί­σης τη δυ­να­τό­τη­τα να δη­μιουρ­γή­σουν αξιο­πρε­πείς κα­τα­λό­γους πα­λαιό­τε­ρων εκ­δό­σε­ων. Για πα­ρά­δειγ­μα, όταν η Toni Morrison πα­ρέ­λα­βε το βρα­βείο Nobel  το 1993, ο εκ­δό­της της στη Γερ­μα­νία εί­χε ήδη στον κα­τά­λο­γό του σκλη­ρό­δε­τες και χαρ­τό­δε­τες εκ­δό­σεις όλων των  μυ­θι­στο­ρη­μά­των της.
Σε γε­νι­κές γραμ­μές, μπο­ρεί κα­νείς να δια­κρί­νει του­λά­χι­στον τρεις δια­φο­ρε­τι­κές συ­νο­μο­τα­ξί­ες εκ­δο­τών που έχουν ακ­μά­σει υπό το κα­θε­στώς της ενιαί­ας τι­μής. Η πρώ­τη εί­ναι αυ­τή των στρα­τευ­μέ­νων εκ­δο­τών, οι οποί­οι λει­τουρ­γούν με γνώ­μο­να συ­γκε­κρι­μέ­νες πο­λι­τι­κές ή λο­γο­τε­χνι­κές φι­λο­δο­ξί­ες. Ορι­σμέ­νοι από αυ­τούς εί­ναι επι­ζή­σα­ντες της δε­κα­ε­τί­ας του ’60 που έχουν πλέ­ον εξει­δι­κευ­θεί σε κλασ­σι­κούς συγ­γρα­φείς. Αυ­τή η συ­νο­μο­τα­ξία εκ­δο­τών πε­ρι­λαμ­βά­νει οί­κους όπως  ο Stroemfeld και επι­κε­ντρώ­νε­ται σε πλή­ρεις, ακα­δη­μαϊ­κές εκ­δό­σεις συγ­γρα­φέ­ων όπως ο Heinrich von Kleist, ο Friedrich Holderlin και ο Franz Kafka. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι λει­τουρ­γούν μέ­σω αυ­το-εκ­με­τάλ­λευ­σης: οι μι­σθοί  εί­ναι χα­μη­λοί και η απει­λή της πτώ­χευ­σης επι­κρέ­μα­ται σε σχε­δόν μό­νι­μη βά­ση πά­νω από τις μι­κρές επι­χει­ρή­σεις τους. Κά­θε χρό­νο η κυ­βέρ­νη­ση απο­νέ­μει σε έναν εξ αυ­τών το βρα­βείο Kurt Wolff. Το βρα­βείο πή­ρε το όνο­μά του από τον αρ­χι­κό εκ­δό­τη του Kafka και ανέρ­χε­ται στις 26.000 ευ­ρώ. Για την ιστο­ρία, ο Wolff, η σύ­ζυ­γός του Helen και ο γιος τους Christian μό­λις και με­τά βί­ας διέ­φυ­γαν των Να­ζί στις απαρ­χές του Β’ Πα­γκό­σμιου Πο­λέ­μου. Βρι­σκό­με­νος σε κίν­δυ­νο λό­γω της Εβραϊ­κής του κα­τα­γω­γής από την πλευ­ρά της μη­τέ­ρας του, αλ­λά και λό­γω της στε­νής του σχέ­σης με τους κυ­ρί­ως Εβραί­ους και πά­ντως ‘εκ­φυ­λι­σμέ­νου­ς’ συγ­γρα­φείς του, ο Wolff διέ­φυ­γε από την κα­τε­χό­με­νη Γαλ­λία το Φε­βρουά­ριο του 1941, πρώ­τα για την Ισπα­νία και με­τά για τη Νέα Υόρ­κη. Ένα χρό­νο αρ­γό­τε­ρα, ίδρυ­σε εκεί τον οί­κο Pantheon Books μα­ζί με τη σύ­ζυ­γό του, προ­τού επι­στρέ­ψει εν τέ­λει στην Ευ­ρώ­πη το 1960.
Η δεύ­τε­ρη συ­νο­μο­τα­ξία εκ­δο­τών απο­τε­λεί­ται από κα­θα­ρά εμπο­ρι­κούς οί­κους που πο­ντά­ρουν σε ευ­πώ­λη­τα και βα­σί­ζο­νται στην οι­κο­νο­μι­κή υπο­στή­ρι­ξη πο­λυ­ε­θνι­κών, όπως ο Bertelsmann. Η τρί­τη συ­νο­μο­τα­ξία πα­ρου­σιά­ζει με­γα­λύ­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον. Αυ­τοί οι εκ­δό­τες επι­βιώ­νουν συ­ντη­ρώ­ντας  κα­τα­λό­γους που τεί­νουν να συ­νε­νώ­νουν τό­σο εμπο­ρι­κές τά­σεις όσο και κλασ­σι­κό­τε­ρες λο­γο­τε­χνι­κές φι­λο­δο­ξί­ες. Τρεις τέ­τοιοι εκ­δό­τες ανή­κουν στον οί­κο Holtzbrinck, ο οποί­ος εί­ναι επί­σης ιδιο­κτή­της των αμε­ρι­κα­νι­κών εκ­δό­σε­ων Holt, St.Martin’s Press, Macmillan και Farrar, Strauss & Giroux. (Ο Random House, που κα­τέ­χει με­τα­ξύ άλ­λων τον θρυ­λι­κό οί­κο Alfred A. Knopff, αγο­ρά­στη­κε από τον Bertelsmann το 1998.) Ένας από αυ­τούς τους οί­κους ιδιο­κτη­σί­ας Holtzbrinck, εί­ναι και ο Rowohlt όπου δού­λε­ψα ως εκ­δό­της από το 1985 έως το 1995. Ο Rowohlt ει­δι­κεύ­ε­ται σε Αμε­ρι­κα­νούς και Βρε­τα­νούς συγ­γρα­φείς και ο εμπο­ρι­κός θυ­γα­τρι­κός του οί­κος Wunderlich έχει την τύ­χη να εκ­δί­δει τη Βρε­τα­νί­δα Rosamunde Pilcher, συγ­γρα­φέα του υπερ-επι­τυ­χη­μέ­νου Ψά­χνο­ντας για Κο­χύ­λια (The Shell Seekers 1987, ελ­λη­νι­κή έκ­δο­ση Ωκε­α­νί­δα 1989).  Οι με­τα­φρά­σεις των ρο­μάν­τζων της Pilcher (όπου, κα­τά κα­νό­να, τυ­πι­κή Αγ­γλί­δα ερω­τεύ­ε­ται δι­στα­κτι­κό gentleman της αστι­κής τά­ξης) έχουν που­λή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα από 15 εκα­τομ­μύ­ρια αντί­τυ­πα στη Γερ­μα­νία. Με τη σει­ρά τους, τα κέρ­δη βο­ή­θη­σαν στη χρη­μα­το­δό­τη­ση ολο­κλη­ρω­μέ­νων εκ­δό­σε­ων των Vladimir Nabokov, Jean-Paul Sartre, Ernest Hemingway και, προ­σφά­τως, του Harold Brodkey. Για να το θέ­σω δια­φο­ρε­τι­κά, το κα­θε­στώς προ­κα­θο­ρι­σμέ­νης τι­μής επέ­τρε­ψε στον Rowohlt μία διά­χυ­ση του ρί­σκου, σε ένα επι­χει­ρη­μα­τι­κό πε­ρι­βάλ­λον το οποίο πα­ρα­δο­σια­κά χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από μα­κρο­πρό­θε­σμες στρα­τη­γι­κές και πε­ριο­ρι­σμέ­να πε­ρι­θώ­ρια κέρ­δους. Σή­με­ρα, ο Rowohlt ευ­η­με­ρεί εκ­δί­δο­ντας επι­τυ­χη­μέ­νους συγ­γρα­φείς όπως ο Jonathan Franzen και, πιο πρό­σφα­τα, ο Ούγ­γρος Péter Nádas, του οποί­ου το 1.700 σε­λί­δων μυ­θι­στό­ρη­μα Πα­ράλ­λη­λες Ιστο­ρί­ες, έξο­χα με­τα­φρα­σμέ­νο στα γερ­μα­νι­κά από την Christina Viragh, θα μπο­ρού­σε κάλ­λι­στα να τον το­πο­θε­τή­σει στις μελ­λο­ντι­κές υπο­ψη­φιό­τη­τες των Nobel.
* * *
Από τα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του 1840 ο δι­φο­ρού­με­νος χα­ρα­κτή­ρας του βι­βλί­ου –συγ­χρό­νως υλι­κό αγα­θό  και πο­λι­τι­σμι­κό έρ­γο– έχει ορί­σει την εσω­τε­ρι­κή συ­ζή­τη­ση στον γερ­μα­νι­κό εκ­δο­τι­κό χώ­ρο. Αφή­νο­ντας κα­τά μέ­ρος την έμ­φυ­τη ύβρι του γερ­μα­νι­κού εθνι­κι­σμού και την αυ­το­α­να­κή­ρυ­ξη της χώ­ρας σε Kulturnation, το γε­γο­νός εί­ναι ότι στη Γερ­μα­νία ο πο­λι­τι­σμι­κός ορι­σμός του βι­βλί­ου ως κύ­ριου πα­ρά­γο­ντα δια­νοη­τι­κής, επι­στη­μο­νι­κής, οι­κο­νο­μι­κής και αι­σθη­τι­κής αυ­το­βελ­τί­ω­σης έχει υπε­ρι­σχύ­σει της αντί­λη­ψής του ως ενός ακό­μα εμπο­ρεύ­σι­μου υλι­κού αγα­θού. Το βι­βλίο εί­ναι αφ’ εαυ­τού κά­τι το ιε­ρό: δεν εί­ναι απλώς ένα υλι­κό αντι­κεί­με­νο που κα­νείς χρη­σι­μο­ποιεί και με­τά το πε­τά­ει.
Το συ­νε­πα­κό­λου­θο προ­στα­τευ­τι­κό πλαί­σιο ήρ­θε το 1888 με τη μορ­φή της συμ­φω­νί­ας για την ενιαία τι­μή του βι­βλί­ου που δη­μιουρ­γή­θη­κε από τη Γερ­μα­νι­κή Ομο­σπον­δία Εμπό­ρων Βι­βλί­ου. Η συμ­φω­νία  έδω­σε ορι­στι­κό τέ­λος στις συ­νε­χι­ζό­με­νες δια­μά­χες με­τα­ξύ των εκ­δο­τών, των με­γά­λων εται­ρειών τα­χυ­δρο­μι­κών πα­ραγ­γε­λιών και των πα­ρα­δο­σια­κών, μι­κρού βε­λη­νε­κούς, βι­βλιο­πω­λών. Όπως συμ­βαί­νει σή­με­ρα με την Amazon και τις με­γά­λες αλυ­σί­δες βι­βλιο­πω­λεί­ων στις ΗΠΑ, οι εται­ρεί­ες τα­χυ­δρο­μι­κών πα­ραγ­γε­λιών εί­χαν τό­τε πλημ­μυ­ρί­σει την γερ­μα­νι­κή αγο­ρά με φτη­νά βι­βλία, απει­λώ­ντας με κα­τα­στρο­φή τα το­πι­κά βι­βλιο­πω­λεία των μι­κρών κοι­νο­τή­των.
Όταν επε­τεύ­χθη η συμ­φω­νία της ενιαί­ας τι­μή του βι­βλί­ου, τα πο­λυά­ριθ­μα βα­σί­λεια και δου­κά­τα ανά τη γερ­μα­νι­κή επι­κρά­τεια εί­χαν ήδη συ­νυ­πάρ­ξει επί δε­κα­έ­ξι χρό­νια ως ενω­μέ­νο έθνος υπό τον κάι­σερ, με κε­ντρι­κή κυ­βέρ­νη­ση και ένα μάλ­λον αδύ­να­μο κοι­νο­βού­λιο. Πα­ρό­λα αυ­τά, η δια­φο­ρο­ποί­η­ση με­τα­ξύ των το­πι­κών πο­λι­τι­σμι­κών και θρη­σκευ­τι­κών πα­ρα­δό­σε­ων πα­ρέ­μει­νε αναλ­λοί­ω­τη. Μέ­χρι και σή­με­ρα, η ποι­κι­λο­μορ­φία των τε­χνών δια­σφα­λί­ζε­ται μέ­σα από ετή­σια κρα­τι­κά κον­δύ­λια ύψους σχε­δόν 12 δι­σε­κα­τομ­μυ­ρί­ων ευ­ρώ. Επι­προ­σθέ­τως, πα­ρέ­χο­νται δια­φό­ρων ει­δών φο­ρο­λο­γι­κές διευ­κο­λύν­σεις. Για πα­ρά­δειγ­μα τα βι­βλία, οι εφη­με­ρί­δες και τα ει­σι­τή­ρια θε­ά­τρου φο­ρο­λο­γού­νται μό­νο με το μι­σό  του ισχύ­ο­ντος ΦΠΑ. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, τα βι­βλία, τα πε­ριο­δι­κά, η μου­σι­κή και οι υπό­λοι­ποι καλ­λι­τε­χνι­κοί θε­σμοί (συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων των εκα­το­ντά­δων λυ­ρι­κών σκη­νών), συ­νέ­τει­ναν προς την ενο­ποί­η­ση μιας χώ­ρας που ει­σή­χθη στη βιο­μη­χα­νι­κή επο­χή με του­λά­χι­στον πε­νή­ντα χρό­νια κα­θυ­στέ­ρη­ση ένα­ντι της Γαλ­λί­ας και της Αγ­γλί­ας. Συγ­χρό­νως, οι μα­ζι­κές κοι­νω­νι­κές αλ­λα­γές σε συν­δυα­σμό με τη γορ­γή βιο­μη­χα­νι­κή ανά­πτυ­ξη οδή­γη­σαν σε μια ρο­μα­ντι­κή ανα­πό­λη­ση του πα­ρελ­θό­ντος: εξ ου και ο όρος angst (φό­βος), ο οποί­ος συ­νο­δεύ­ει τις ανα­λύ­σεις του γερ­μα­νι­κού ψυ­χι­σμού έκτο­τε. Υπό αυ­τό το πρί­σμα, το συ­νο­λι­κό έρ­γο συγ­γρα­φέ­ων όπως ο Goethe, ο Schiller και ο Heine, κα­τέ­στη εμ­βλη­μα­τι­κό των επι­τευγ­μά­των της νέ­ας αστι­κής τά­ξης, κομ­μά­τι, θα έλε­γε κα­νείς, της δια­νοη­τι­κής οι­κο­σκευ­ής της. Αρ­γό­τε­ρα, στα τέ­λη του δέ­κα­του ένα­του αιώ­να, η Παι­δεία (Bildung) βρέ­θη­κε στο επί­κε­ντρο των προ­γραμ­μα­τι­κών επι­διώ­ξε­ων των σο­σια­λι­στι­κών κι­νη­μά­των και των ερ­γα­τι­κών επι­μορ­φω­τι­κών λε­σχών (Arbeiterbildungsvereine) που αυ­τά κα­θιέ­ρω­σαν. Κα­τά τη διάρ­κεια της κα­γκε­λα­ρί­ας του Bismarck, βι­βλία και μπρο­σού­ρες χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­καν ως ανα­ντι­κα­τά­στα­τα όπλα του τα­ξι­κού αγώ­να. Οι δε σο­σια­λι­στι­κές λέ­σχες βι­βλί­ου πα­ρεί­χαν στα μέ­λη τους βι­βλία σε χα­μη­λές τι­μές. Αξί­ζει να ση­μειω­θεί ότι η τε­λευ­ταία τέ­τοια λέ­σχη –η Büchergilde Gutenberg, που ιδρύ­θη­κε  από συν­δι­κα­λι­στι­κές ορ­γα­νώ­σεις το 1924– ιδιω­τι­κο­ποι­ή­θη­κε το 1998 και φυ­το­ζω­εί μέ­χρι σή­με­ρα, κα­τά­λοι­πο πλέ­ον μιας πά­λαι πο­τέ ρω­μα­λέ­ας λο­γο­τε­χνι­κής πα­ρά­δο­σης. Άλ­λω­στε, οι λο­γο­τε­χνι­κές λέ­σχες ευ­θύ­νο­νται πλέ­ον μό­λις για το 2% των πω­λή­σε­ων βι­βλί­ων σε εθνι­κό επί­πε­δο.
Όπως προ­α­να­φέρ­θη­κε, η  συμ­φω­νία της ενιαί­ας τι­μή του βι­βλί­ου έγι­νε ομο­σπον­δια­κός νό­μος το 2002. Δί­νο­ντας έμ­φα­ση στην πο­λι­τι­σμι­κή ση­μα­σία της εκ­δο­τι­κής βιο­μη­χα­νί­ας, ο νό­μος πα­ρέ­χει στους εκ­δό­τες το απο­κλει­στι­κό δι­καί­ω­μα κα­θο­ρι­σμού της αρ­χι­κής τι­μής πώ­λη­σης όλων των νέ­ων εκ­δό­σε­ων, εί­τε πρό­κει­ται για σκλη­ρό­δε­τες εί­τε για χαρ­τό­δε­τες. Με­τά την πα­ρέ­λευ­ση δε­κα­ο­κτώ μη­νών, οι εκ­δό­τες δια­τη­ρούν το δι­καί­ω­μα άρ­σης της προ­κα­θο­ρι­σμέ­νης τι­μής, ανα­κοι­νώ­νο­ντας την εν λό­γω με­τα­βο­λή μέ­σω εντύ­πων του χώ­ρου. Ορι­σμέ­να νο­μι­κά ‘πα­ρα­θυ­ρά­κια’ του αρ­χι­κού συμ­φώ­νου –όπως λ.χ. η δυ­να­τό­τη­τα πώ­λη­σης «ελατ­τω­μα­τι­κών βι­βλί­ων» (τα οποία στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα βρί­σκο­νται σε άψο­γη κα­τά­στα­ση) σε χα­μη­λό­τε­ρες τι­μές– έκλει­σαν ορι­στι­κά το 2002. Επι­πλέ­ον, ο νό­μος ανα­θε­ω­ρή­θη­κε το 2006 ού­τως ώστε να κα­λύ­ψει κά­θε δυ­να­τό ση­μείο πώ­λη­σης, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας  τα δια­δι­κτυα­κά κα­τα­στή­μα­τα όπως την Amazon και τα ηλε­κτρο­νι­κά βι­βλία (εξαι­ρώ­ντας βέ­βαια όσα εί­ναι εμπλου­τι­σμέ­να με πρό­σθε­τα, ει­κό­νες, βί­ντεο και άλ­λα ομοει­δή τε­χνά­σμα­τα). Μία επί­πτω­ση του νό­μου προ­κα­θο­ρι­σμέ­νης τι­μής ήταν η ανά­πτυ­ξη μιας νέ­ας δια­δι­κτυα­κής αγο­ράς χρη­σι­μο­ποι­η­μέ­νων βι­βλί­ων, με απο­τέ­λε­σμα 100.000 τέ­τοιοι τί­τλοι να εί­ναι πλέ­ον δια­θέ­σι­μοι. Η άν­θη­ση αυ­τής της αγο­ράς απο­τε­λεί αν μη τι άλ­λο σα­φή έν­δει­ξη ότι οι πω­λή­σεις πα­λαιό­τε­ρων εκ­δό­σε­ων έχουν πέ­σει δρα­μα­τι­κά με­τά την νο­μο­θε­τι­κή ρύθ­μι­ση προ­κα­θο­ρι­σμέ­νης τι­μής. Ενώ κα­τά τη δε­κα­ε­τία του ’80 οι πω­λή­σεις πα­λαιό­τε­ρων τί­τλων αντι­στοι­χού­σαν στο 30% των συ­νο­λι­κών πω­λή­σε­ων σκλη­ρό­δε­των, σή­με­ρα το με­ρί­διό τους έχει πέ­σει στο 5%. Εκτός όλων αυ­τών, εί­ναι πλέ­ον πα­ρά­νο­μη η εξα­γω­γή βι­βλί­ων σε χώ­ρες όπου δεν υφί­στα­ται αντί­στοι­χη νο­μο­θε­σία, με σκο­πό την επα­νει­σα­γω­γή και πώ­λη­σή τους σε χα­μη­λό­τε­ρες τι­μές. (Ας ση­μειω­θεί ότι ανά­λο­γοι νό­μοι πε­ρί προ­κα­θο­ρι­σμέ­νης τι­μής βρί­σκο­νται εν ισχύ σε Γαλ­λία, Ελ­λά­δα, Ιτα­λία,  Ολ­λαν­δία, Αυ­στρία, Πορ­το­γα­λία και Ισπα­νία.)
Ωστό­σο, ο με­τα­σχη­μα­τι­σμός του οι­κειο­θε­λούς συμ­φώ­νου σε ομο­σπον­δια­κό νό­μο ήταν εν τέ­λει ακού­σιο απο­τέ­λε­σμα της πο­λι­τι­κής της Ευ­ρω­παϊ­κής Επι­τρο­πής. Το 1999 η Ε.Ε. προ­σπά­θη­σε να κα­ταρ­γή­σει το σύμ­φω­νο προ­κα­θο­ρι­σμέ­νης τι­μής με την αι­τιο­λο­γία ότι απο­τε­λού­σε δη­μιούρ­γη­μα ενός τι­μο­λο­για­κού καρ­τέλ και ως εκ τού­του πα­ρα­βί­α­ζε την κεί­με­νη Ευ­ρω­παϊ­κή νο­μο­θε­σία πε­ρί μο­νο­πω­λί­ων. Το πρό­βλη­μα ήταν ότι η συμ­φω­νία του Άμ­στερ­νταμ το 1997 εί­χε ήδη πε­ριο­ρί­σει τη δυ­να­τό­τη­τα της Ε.Ε. να επι­βάλ­λει οποια­δή­πο­τε σύ­γκλι­ση με­τα­ξύ των δια­κρα­τι­κών εμπο­ρι­κών πρα­κτι­κών των κρα­τών-με­λών της και της δι­κής της αντί­στοι­χης νο­μο­θε­σί­ας. Ως υπουρ­γός πο­λι­τι­σμού της Γερ­μα­νί­ας εκεί­νη την επο­χή, έλα­βα μέ­ρος στο πα­ζά­ρι των δια­πραγ­μα­τεύ­σε­ων. Με­τα­ξύ άλ­λων, στην προ­σπά­θειά της να ανα­κό­ψει την επί­θε­ση της Επι­τρο­πής στο σύμ­φω­νο προ­κα­θο­ρι­σμέ­νης τι­μής, η Γερ­μα­νία απεί­λη­σε ακό­μη και με άσκη­ση βέ­το στο κα­τά τα άλ­λα μη­δα­μι­νό μπά­τζετ της Ευ­ρω­παϊ­κής Ένω­σης για τον πο­λι­τι­σμό.  Βέ­βαια, το γε­γο­νός ότι η γερ­μα­νι­κή εκ­δο­τι­κή βιο­μη­χα­νία διέ­θε­τε έναν μι­κρό στρα­τό δι­κη­γό­ρων, οι οποί­οι ασκού­σαν αδιά­κο­πα πα­ρα­σκη­νια­κή πο­λι­τι­κή πί­ε­ση στις Βρυ­ξέλ­λες, αν μη τι άλ­λο βο­ή­θη­σε την υπό­θε­ση.  Εν τέ­λει, τα μέ­λη εκεί­νης της σύν­θε­σης της Ευ­ρω­παϊ­κής Επι­τρο­πής πα­ραι­τή­θη­καν εν χο­ρώ υπό μάλ­λον νε­φε­λώ­δεις συν­θή­κες. Για πα­ρά­δειγ­μα η Edith Cresson, πρώ­ην πρω­θυ­πουρ­γός υπό τον Mitterrand και τό­τε επί­τρο­πος της Γαλ­λί­ας, κα­τη­γο­ρή­θη­κε για νε­πο­τι­σμό, έχο­ντας διο­ρί­σει ως προ­σω­πι­κό της σύμ­βου­λο έναν στε­νό της φί­λο οδο­ντί­α­τρο. Όμως αυ­τή εί­ναι μια δια­φο­ρε­τι­κή ιστο­ρία, στην οποία θα άξι­ζε ίσως να βυ­θί­σει τα ‘δό­ντια’ του ένας μυ­θι­στο­ριο­γρά­φος. (Ίσως κά­ποιος Γάλ­λος συγ­γρα­φέ­ας να το έχει ήδη πρά­ξει.)
Στις Βρυ­ξέλ­λες, κύ­ρια υπε­ρα­σπι­στι­κή μας γραμ­μή ήταν η σα­φής πο­λι­τι­σμι­κή συ­νά­φεια των βι­βλί­ων για τη Γερ­μα­νία. Για πε­ρισ­σό­τε­ρο από έναν αιώ­να, το απο­κα­λού­με­νο καρ­τέλ των εκ­δο­τών δεν στά­θη­κε πρα­κτι­κά εμπό­διο στον αντα­γω­νι­σμό. Πε­ρί­που 90.000 νέα βι­βλία εκ­δί­δο­νται κά­θε χρό­νο, νού­με­ρο το οποίο κα­τά κε­φα­λή αντι­στοι­χεί στο τε­τρα­πλά­σιο του συ­νό­λου των εκ­δό­σε­ων στις Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες. Με­τα­ξύ των νέ­ων εκ­δό­σε­ων για το 2010, οι 11.349 ήταν με­τα­φρά­σεις, εκ των οποί­ων οι  6.993 από τα αγ­γλι­κά. Επι­πλέ­ον, οι μέ­σοι όροι τι­μών στη Γερ­μα­νία εί­ναι οι χα­μη­λό­τε­ροι της Ευ­ρώ­πης, εξαι­ρου­μέ­νων πι­θα­νώς της Ισλαν­δί­ας και της Φιν­λαν­δί­ας. Αυ­τό το ‘ατι­μω­τι­κό’ καρ­τέλ φαί­νε­ται τε­λι­κά να λει­τουρ­γεί προς όφε­λος του ανα­γνω­στι­κού κοι­νού, των εκ­δο­τών, των βι­βλιο­πω­λεί­ων αλ­λά και των συγ­γρα­φέ­ων, ει­δι­κό­τε­ρα αυ­τών που δεν μπο­ρούν να ελ­πί­ζουν σε ολι­κές πω­λή­σεις άνω των 3.000 αντι­τύ­πων. Το πο­λι­τι­σμι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα αυ­τής της διευ­θέ­τη­σης εί­ναι προ­φα­νές. Τα ευ­πώ­λη­τα, εί­τε αυ­τά έχουν γρα­φεί από τον Stephen King, εί­τε έχουν γρα­φεί από τον Günter Grass, πω­λού­νται πα­ντού στην ίδια τι­μή, εξα­σφα­λί­ζο­ντας την επι­βί­ω­ση των ανε­ξάρ­τη­των βι­βλιο­πω­λών. Με τη σει­ρά του, το πε­ρι­θώ­ριο κέρ­δους από τα ευ­πώ­λη­τα επι­τρέ­πει στους βι­βλιο­πώ­λες να δια­τη­ρούν στο στοκ τους συγ­γρα­φείς υψη­λής ποιό­τη­τας αλ­λά πε­ριο­ρι­σμέ­νων πω­λή­σε­ων. Εκτός αυ­τού, το 90% των βι­βλί­ων που πα­ρα­μέ­νουν απού­λη­τα στα ρά­φια των βι­βλιο­πω­λεί­ων (μέ­χρι και τρία χρό­νια), εκ­πί­πτουν από το φό­ρο ει­σο­δή­μα­τος των βι­βλιο­πω­λών. Χω­ρίς αυ­τό το φο­ρο­λο­γι­κό πλε­ο­νέ­κτη­μα, το οποίο πα­ρε­μπι­πτό­ντως στοι­χί­ζει στη γερ­μα­νι­κή εφο­ρία δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια ευ­ρώ, τα ανε­ξάρ­τη­τα βι­βλιο­πω­λεία θα εξα­φα­νί­ζο­νταν εντός δώ­δε­κα μη­νών.
Με­τα­τρέ­πο­ντας, λοι­πόν, το σύμ­φω­νο της ενιαί­ας τι­μής σε νό­μο του κρά­τους, η Γερ­μα­νία πέ­τυ­χε να στεί­λει ένα ισχυ­ρό μή­νυ­μα στους Ευ­ρo-γρα­φειο­κρά­τες των Βρυ­ξελ­λών: το κοι­νο­βού­λιο, ως σύ­νο­λο, υπο­στη­ρί­ζει τη συ­γκε­κρι­μέ­νη εθνι­κή πο­λι­τι­σμι­κή πρα­κτι­κή, οπό­τε εφό­σον απο­φα­σί­σε­τε να της επι­τε­θεί­τε το ρί­σκο εί­ναι δι­κό σας. Βέ­βαια, θα πρέ­πει να ση­μειω­θεί ότι ακό­μα κι έτσι η Ε.Ε. συ­νέ­χι­σε την επί­θε­ση στην ενιαία τι­μή από το 2002 και έπει­τα, αναμ­φί­βο­λα υπο­κι­νού­με­νη πα­ρα­σκη­νια­κά από την Amazon και τις με­γά­λες γερ­μα­νι­κές αλυ­σί­δες βι­βλιο­πω­λεί­ων.
* * *
Με πλη­θυ­σμό γύ­ρω στα 82 εκα­τομ­μύ­ρια κα­τοί­κους, η Γερ­μα­νία εί­ναι μια οι­κο­νο­μι­κά εύ­ρω­στη κοι­νω­νία βα­σι­ζό­με­νη στη γνώ­ση. Οι σχε­δόν 2.000 εκ­δο­τι­κές εται­ρεί­ες και τα πε­ρισ­σό­τε­ρα από 3.500 ανε­ξάρ­τη­τα βι­βλιο­πω­λεία της στε­λε­χώ­νο­νται από εξου­σιο­δο­τη­μέ­νους βι­βλιο­πώ­λες (οι πε­ρισ­σό­τε­ροι εκ των οποί­ων έχουν ολο­κλη­ρώ­σει τριε­τή εκ­παί­δευ­ση που πε­ρι­λαμ­βά­νει, με­τα­ξύ άλ­λων μα­θή­μα­τα πο­λι­τι­σμι­κής ιστο­ρί­ας και οι­κο­νο­μι­κών). Στο Βε­ρο­λί­νο, μια πό­λη 3.4 εκα­τομ­μυ­ρί­ων κα­τοί­κων, πε­ρί­που 300 βι­βλιο­πω­λεία πω­λούν βι­βλία από σχε­δόν 400 δια­φο­ρε­τι­κούς εκ­δό­τες. Το τυ­πι­κό βι­βλιο­πω­λείο της γει­το­νιάς πα­ρέ­χει ερ­γα­σία σε δύο ή και τρεις υπαλ­λή­λους. Πολ­λοί από αυ­τούς δε, έχουν βα­θιά γνώ­ση της ιδιαί­τε­ρης ιστο­ρί­ας του εμπο­ρί­ου βι­βλί­ων. Για πα­ρά­δειγ­μα, θα πρέ­πει να υπάρ­χουν του­λά­χι­στον δέ­κα δια­φο­ρε­τι­κά βι­βλιο­πω­λεία ανά την επι­κρά­τεια με την επω­νυ­μία ‘Σαίξ­πηρ και Σια’, απο­τί­ο­ντας φό­ρο τι­μής στο θρυ­λι­κό κα­τά­στη­μα που δη­μιούρ­γη­σε το 1919 στο Πα­ρί­σι η Sylvia Beach, αρ­χι­κή εκ­δό­τρια του Οδυσ­σέα.
Αναμ­φί­βο­λα, το επάγ­γελ­μα του βι­βλιο­πώ­λη στη Γερ­μα­νία δια­θέ­τει ένα συ­γκε­κρι­μέ­νο κοι­νω­νι­κό κύ­ρος. Εί­ναι μια δου­λειά που κυ­ριαρ­χεί­ται από γυ­ναί­κες, οι πε­ρισ­σό­τε­ρες εκ των οποί­ων εί­ναι κά­το­χοι πα­νε­πι­στη­μια­κού πτυ­χί­ου. Τα ποιο­τι­κά βι­βλιο­πω­λεία πα­ρέ­χουν στους πε­λά­τες τους όχι μό­νον κα­λές συμ­βου­λές αλ­λά ενί­ο­τε και βρα­διές ανά­γνω­σης από τους ίδιους τους συγ­γρα­φείς (η εί­σο­δος στις οποί­ες χρε­ώ­νε­ται τυ­πι­κά με 5 ευ­ρώ κα­τ’ άτο­μο). Εί­ναι επί­σης σε θέ­ση να ολο­κλη­ρώ­νουν με τα­χύ­τη­τα τις πα­ραγ­γε­λί­ες τους: εδώ και πε­ρισ­σό­τε­ρες από τέσ­σε­ρις δε­κα­ε­τί­ες τα βι­βλιο­πω­λεία εί­ναι ηλε­κτρο­νι­κά συν­δε­δε­μέ­να με τους χον­δρε­μπό­ρους, οι οποί­οι εγ­γυώ­νται ότι οποιο­δή­πο­τε βι­βλίο εί­ναι εκτός στοκ σε ένα δε­δο­μέ­νο βι­βλιο­πω­λείο, θα πα­ρα­δο­θεί εντός μί­ας ημέ­ρας ή και λί­γων ωρών. Βέ­βαια, αν κα­νείς ανα­λο­γι­στεί ότι η Γερ­μα­νία εί­ναι κα­τά τι μι­κρό­τε­ρη από την πο­λι­τεία της Montana, το γε­γο­νός αυ­τό δεν προ­κα­λεί με­γά­λη έκ­πλη­ξη.
Ωστό­σο, πα­ρά τις πολ­λές αρε­τές των πα­ρα­δο­σια­κών βι­βλιο­πω­λεί­ων, το με­ρί­διό τους στις συ­νο­λι­κές ετή­σιες πω­λή­σεις βι­βλί­ων (9.7 δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια ευ­ρώ το 2010) μειώ­νε­ται στα­θε­ρά και έχει πλέ­ον φτά­σει στο 50%. Πλέ­ον, οι άμε­σες δια­δι­κτυα­κές πω­λή­σεις των εκ­δο­τών αντι­στοι­χούν στο 18%  του συ­νό­λου και τα δια­δι­κτυα­κά βι­βλιο­πω­λεία προ­ε­λαύ­νουν: το ετή­σιο με­ρί­διό τους αυ­ξή­θη­κε από 8.9% το 2007, σε 13.8% το 2010.
Οι αλυ­σί­δες βι­βλιο­πω­λεί­ων από την πλευ­ρά τους, ξε­κί­νη­σαν την ει­σβο­λή τους στην αγο­ρά μέ­σω των με­γά­λων πό­λε­ων πριν από εί­κο­σι χρό­νια. Η με­γα­λύ­τε­ρη εξ αυ­τών, η Weltbild, δια­θέ­τει 350 κα­τα­στή­μα­τα. Ιδιο­κτή­της της εί­ναι η Κα­θο­λι­κή Εκ­κλη­σία και επί του πα­ρό­ντος βρί­σκε­ται σε δια­δι­κα­σία πώ­λη­σης. Φαί­νε­ται ότι οι καρ­δι­νά­λιοι και οι επί­σκο­ποι αγα­νά­κτη­σαν από τη διά­θε­ση «ερω­τι­κών βι­βλί­ων» στα ρά­φια της Weltbild, προ­σφέ­ρο­ντας ένα ακό­μη πα­ρά­δειγ­μα συ­ντη­ρη­τι­κής υπο­χώ­ρη­σης, υπό έναν Γερ­μα­νό Πά­πα, προς την κα­τεύ­θυν­ση της θρη­σκευ­τι­κής τα­πει­νό­τη­τας και του πνευ­μα­τι­κού ανα­χω­ρη­τι­σμού. Η δεύ­τε­ρη με­γα­λύ­τε­ρη αλυ­σί­δα βι­βλιο­πω­λεί­ων, η Thalia, ανή­κει στη Douglas, μια γερ­μα­νι­κή εται­ρεία λια­νι­κής πώ­λη­σης αρω­μά­των και κο­σμη­μά­των. Η Thalia ακο­λου­θεί στρα­τη­γι­κή «πολ­λα­πλών κα­να­λιών», που­λώ­ντας βι­βλία μέ­σω δια­δι­κτύ­ου και, συγ­χρό­νως, αγο­ρά­ζο­ντας πα­λαιάς κο­πής βι­βλιο­πω­λεία, σύμ­φω­να με το πα­ρά­δειγ­μα της Barnes & Noble. Απα­σχο­λεί πε­ρισ­σό­τε­ρους από 5.000 υπαλ­λή­λους και οι συ­νο­λι­κές πω­λή­σεις της το 2010 ανήλ­θαν στα 934 εκα­τομ­μύ­ρια ευ­ρώ. Το 2007 η Ομο­σπον­δία Εκ­δο­τών και Βι­βλιο­πω­λών δη­μιούρ­γη­σε τον δι­κό της ιστό­το­πο ονό­μα­τι libreka!. Σχε­διά­στη­κε με γνώ­μο­να την απο­φυ­γή των λα­θών της δι­σκο­γρα­φι­κής βιο­μη­χα­νί­ας, που επέ­τρε­ψαν στο iΤunes να κυ­ριαρ­χή­σει στην ψη­φια­κή αγο­ρά που­λώ­ντας τρα­γού­δια με 99 σεντ το κομ­μά­τι. Κά­θε Γερ­μα­νός εκ­δό­της ή βι­βλιο­πώ­λης δύ­να­ται να που­λή­σει τα ηλε­κτρο­νι­κά βι­βλία του μέ­σω του libreka!, ενώ η Ομο­σπον­δία ανα­λαμ­βά­νει όλη τη γραμ­μα­τεια­κή δου­λειά που αντι­στοι­χεί σε κά­θε πώ­λη­ση, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νης και της λο­γι­στι­κής.
Εξαι­τί­ας της ενιαί­ας τι­μής, η Amazon αντι­με­τώ­πι­σε ένα σα­φώς εχθρι­κό εται­ρι­κό πε­ρι­βάλ­λον όταν άνοι­ξε στη Γερ­μα­νία πριν από δε­κα­πέ­ντε χρό­νια. H ση­με­ρι­νή της θέ­ση δεν συ­νι­στά επα­κρι­βώς θρί­αμ­βο επί του αντα­γω­νι­σμού, αφού οι πω­λή­σεις των δια­δι­κτυα­κών βι­βλιο­πω­λεί­ων αντι­στοι­χούν μό­λις στο 13.8% του συ­νό­λου. Επι­πλέ­ον, θα πρέ­πει να ση­μειω­θεί ότι αυ­τό το 13.8% συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νει και τις πω­λή­σεις των υπο­λοί­πων, μι­κρό­τε­ρου βε­λη­νε­κούς δια­δι­κτυα­κών βι­βλιο­πω­λεί­ων όπως το Thalia. Όμως, για να μην πα­ρε­ξη­γη­θώ, η Amazon δεν έχει σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση κα­τα­θέ­σει τα όπλα. Επί του πα­ρό­ντος δια­τη­ρεί έξι γι­γα­ντιαί­ες απο­θή­κες σε γερ­μα­νι­κό έδα­φος και χτί­ζει άλ­λες δύο στο Pforzheim και το Koblenz, οι οποί­ες θα απα­σχο­λούν συ­νο­λι­κά 3.000 ερ­γα­ζό­με­νους, τα δύο τρί­τα των οποί­ων θα ερ­γά­ζο­νται ως επο­χια­κοί. Βέ­βαια, στη Γερ­μα­νία, η Amazon δεν πο­ντά­ρει στα βι­βλία, αφού, εξαι­τί­ας της ενιαί­ας τι­μής, τα πε­ρι­θώ­ρια κέρ­δους εί­ναι πε­ριο­ρι­σμέ­να. Ωστό­σο, τα βι­βλία λει­τούρ­γη­σαν για την Amazon ως Δού­ρειος Ίπ­πος, συ­στή­νο­ντας το δια­δι­κτυα­κό κο­λοσ­σό στο γερ­μα­νι­κό κα­τα­να­λω­τι­κό κοι­νό και πα­ρέ­χο­ντάς της έτσι τη δυ­να­τό­τη­τα να εδραιώ­σει την πα­ρου­σία της στην τε­ρά­στια αγο­ρά τα­χυ­δρο­μι­κών πα­ραγ­γε­λιών κά­θε τύ­που.
Όπως οι Ηνω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, έτσι και η Γερ­μα­νία βιώ­νει μια πε­ρί­ο­δο συ­ντα­ρα­κτι­κών πο­λι­τι­σμι­κών αλ­λα­γών στην επι­κοι­νω­νία. Συ­σκευ­ές σαν το Kindle και το iPad έχουν κά­νει την εί­σο­δό τους στην αγο­ρά. Επι­πλέ­ον, οι ισχύ­ο­ντες νό­μοι πε­ρί πνευ­μα­τι­κής ιδιο­κτη­σί­ας τί­θε­νται υπό αμ­φι­σβή­τη­ση από ένα νε­ο­πα­γές πο­λι­τι­κό κόμ­μα ονό­μα­τι Piratenpartei (ή κόμ­μα των Πει­ρα­τών), το οποίο εν­δέ­χε­ται να αλ­λά­ξει το πο­λι­τι­κό το­πίο. Για τους Πει­ρα­τές η πο­λι­τι­κή προ­κα­θο­ρι­σμέ­νων τι­μών σε οποιο­δή­πο­τε αγα­θό σχε­τί­ζε­ται με την επι­κοι­νω­νία, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων και των βι­βλί­ων, εί­ναι πέ­ρα για πέ­ρα άδι­κη: το αγα­θό της πλη­ρο­φό­ρη­σης, ισχυ­ρί­ζο­νται, οφεί­λει να διέ­πε­ται από ελευ­θε­ρία. Το κόμ­μα έχει την υπο­στή­ρι­ξη του 13% του εκλο­γι­κού σώ­μα­τος, πο­σο­στό που το κα­θι­στά εκλέ­ξι­μο στο κοι­νο­βού­λιο στις επερ­χό­με­νες εκλο­γές του 2013. Πα­ράλ­λη­λα, το με­γα­λύ­τε­ρο μέ­ρος των ψη­φο­φό­ρων του ανή­κει στη γε­νιά του Facebook (άλ­λω­στε, ο εν λό­γω ιστό­το­πος έχει σχε­δόν 22 εκα­τομ­μύ­ρια χρή­στες στη Γερ­μα­νία).
Κα­θώς το κοι­νό της νό­μι­σμα δο­κι­μά­ζε­ται από την ύφε­ση, η Ευ­ρω­παϊ­κή Ένω­ση και οι γρα­φειο­κρά­τες της αντι­με­τω­πί­ζουν πο­λύ ση­μα­ντι­κό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα από τις όποιες εκ­κλή­σεις για ανα­θε­ώ­ρη­ση του τι­μο­λο­για­κού κα­θε­στώ­τος των βι­βλί­ων. Έτσι, του­λά­χι­στον για το εγ­γύς μέλ­λον, μαύ­ροι χα­ρα­κτή­ρες τυ­πω­μέ­νοι σε χαρ­τί θα συ­νε­χί­σουν να απο­τε­λούν την πρώ­τη ύλη του γερ­μα­νι­κού πο­λι­τι­σμού. Κι όπως ση­μεί­ω­σε ένας Γερ­μα­νός εκ­δό­της κοι­τά­ζο­ντας το τε­λευ­ταίο μο­ντέ­λο του Kindle: «τα πε­ρί­πλο­κα τε­χνι­κά μέ­σα δεν πρέ­πει να χρη­σι­μο­ποιού­νται στο κρε­βά­τι».
*O Michael Naumann εί­ναι ο αρ­χι­συ­ντά­κτης του γερ­μα­νι­κού πε­ριο­δι­κού Cicero. Στο πα­ρελ­θόν έχει υπάρ­ξει εκ­δό­της, δη­μο­σιο­γρά­φος και —για ένα μι­κρό διά­στη­μα—πο­λι­τι­κός. Το 1995 ίδρυ­σε τον εκ­δο­τι­κό οί­κο Metropolitan Books και στη συ­νέ­χεια δια­τέ­λε­σε Διευ­θύ­νων Σύμ­βου­λος του οί­κου Henry Holt Inc. Από 1998 έως το 2000 υπήρ­ξε ο πρώ­τος Ομο­σπον­δια­κός Υπουρ­γός Πο­λι­τι­σμού της Γερ­μα­νί­ας με την κυ­βέρ­νη­ση του Gerhard Schröder.
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Most Popular

Καταργείται η προστασία της πρώτης κατοικίας - Το Eurogroup αποκάλυψε τη δέσμευση της κυβέρνησης

Ξεμπρόστιασμα για την κυβέρνηση της ΝΔ και την πολιτική της σε σχέση με την πρώτη κατοικία αποτελεί η δήλωση του Eurogroup, με την οποί...

What's Popular