Υπέρ της κατάργησης των ασφαλιστικών εισφορών των εργαζόμενων και της καθιέρωσης ενιαίου φορολογικού συντελεστή για φυσικά και νομικά πρόσωπα τάσσεται ο Σύνδεσμος Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών.
Στο εβδομαδιαίο δελτίο του ο ΣΕΒ υποστηρίζει πως η κατάργηση της ασφαλιστικής χρέωσης 6,67% επί του μεικτού μισθού θα διατηρήσει ανέπαφο το διαθέσιμο των μισθωτών μετά την μείωση του αφορολόγητου που είναι προγραμματισμένο να εφαρμοστεί το 2020.
Προτείνει επίσης τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλουν οι εργοδότες κατά 1,33 μονάδες, στο 12%. Κατ' αυτόν τον τρόπο, επισημαίνει, το συνολικό ασφαλιστικό κόστος της
εργασίας θα πέσει σχεδόν κατά ένα τρίτο σε σχέση με αυτό που είναι σήμερα.
Προς αντικατάσταση της εισφοράς ο ΣΕΒ προτείνει την καθιέρωση την καθιέρωση πλήρους αναλογικότητας ανάμεσα σε κύριες συντάξεις και καταβληθείσες εισφορές.
Οι εισφορές θα πιστώνονται σε έναν ατομικό λογαριασμό για κάθε ασφαλισμένο και θα τοκίζονται ετησίως με επιτόκιο που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με την ανάπτυξη του ΑΕΠ. Ο ΣΕΒ υπολογίζει ότι το ποσοστό αναπλήρωσης για ένα πλήρη εργασιακό βίο θα είναι 27% έως 30% του μέσου εισοδήματος του εργαζομένου.
Σε ό,τι αφορά τις επικουρικές συντάξεις, οι εισφορές 7% των εργαζομένων θα κατατίθενται σε ατομικούς λογαριασμούς και θα συσσωρεύονται με πραγματική απόδοση «καθώς τα αποθεματικά επενδύονται σε διάφορες μορφές περιουσιακών στοιχείων».
Όσον αφορά τους φόρους, ο Σύνδεσμος τονίζει ότι η ενοποίηση και μείωση των συντελεστών στο 20% θα απλοποιήσει φορολογικό σύστημα.
Ο ΣΕΒ υπογραμμίζει ότι η μείωση των συντελεστών φορολογίας και των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης «είναι πολιτικές προς τη σωστή κατεύθυνση για τη βιώσιμη ανάπτυξη της χώρας» και θα συμβάλλουν στην προσέλκυση επενδύσεων.
Καλεί δε την κυβέρνηση να μην εγκλωβιστεί στα «γρανάζια της αδράνειας» εξαιτίας των φόβων για τη «βραχυπρόθεσμη» δημοσιονομική απώλεια που θα επέφεραν τέτοιες αλλαγές.
Ο ΣΕΒ σημειώνει χαρακτηριστικά ότι οι προτάσεις του είναι ενδεικτικές μίας «νέας γενιάς παρεμβάσεων» στην οικονομική πολιτική, οι οποίες συνυπολογίζουν τους δημοσιονομικούς περιορισμούς που θα υφίστανται και στη μετα-Μνημονιακή περίοδο.