Κοινό έδαφος στις βασικές αρχές της μεσοπρόθεσμης αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους έχουν βρει ΕΕ - ΔΝΤ, όμως άπαντες ανησυχούν για τον αγώνα δρόμου που πρέπει να τρέξουν ως τα τέλη Μαΐου για τις δύσκολες λεπτομέρειες. Η κρισιμότερη αφορά τον ορισμό των πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2022 και μετά.
Σύμφωνα με πηγές που μίλησαν στο ABC Greek News, οι βασικές παραδοχές ΔΝΤ και ΕΕ, έχουν τη σύμφωνη γνώμη των Κρ. Λαγκάρντ, Π. Τόμσεν, Β. Σόιμπλε και των αρμόδιων για την εκπροσώπηση της ΕΕ κοινοτικών αξιωματούχων και λαμβάνουν ως δεδομένο είναι πως η συζήτηση για δεκαετή διατήρηση του 3,5% έχει εγκαταλειφθεί τόσο από τη Γερμανία, όσο και από το eurogroup.
Τα επικρατέστερα νέα σενάρια κάνουν λόγο για 3,5% για τα έτη 2018, 2019, 2020, 2021 (και 2022, αν επικρατήσει η πενταετία) και μείωση σε 2% και 1,5% για τα χρόνια που απομένουν ως το 2030 σε διάφορους συνδυασμούς (4 και 4 ή 2 και 6).
Το έτος 2030 έχει οριστεί από τους Ευρωπαίους ως το απώτατο για το οποίο μπορούν να γίνουν ρεαλιστικές προβλέψεις.
Για τον ESM και την Κομισιόν οτιδήποτε πέραν της δεκαετίας θεωρείται παρακινδυνευμένο, θέση στην οποία συμβιβάστηκε και το ΔΝΤ, υπό την προϋπόθεση της συμπύκνωσης του διαστήματος αποπληρωμής του.
Σε σχέση με τις εκθέσεις βιωσιμότητας, η συμφωνία προβλέπει πως θα πραγματοποιηθούν τουλάχιστον δύο, η πρώτη τώρα και η επόμενη το καλοκαίρι του 2018.
Στη σημερινή θα προϋπολογίζεται η δυνατότητα αποπληρωμής των υποχρεώσεων της Ελλάδας προς το ΔΝΤ, οι ακαθάριστες και οι καθαρές χρηματοδοτικές ανάγκες κατά έτος ως το 2030.
Ένα 2ο διάστημα ως το 2040 θα υπολογίζεται με μικρότερη ακρίβεια, στη βάση των λήξεων των σημερινών δανείων με ήπια ανάπτυξη και υπό την προϋπόθεση της μη δημιουργίας νέων ελλειμμάτων.
Επίσης, θα υπάρχουν και τα γνωστά τρία σενάρια (θετικό, βασικό και απαισιόδοξο).
Η βιωσιμότητα θα οριστεί όχι με βάση το απόλυτο ποσοστό χρέους το 2030 και 2040 (όπως έγινε το 2012, όπου υπήρχε απαίτηση για 122% ένα δεδομένο έτος), αλλά ως άθροισμα των χρηματοδοτικών αναγκών ως προς το ΑΕΠ.
Σε κάποιο σημείο θα σημειώνεται η λίστα των πιθανών μέτρων μεσοπρόθεσμης αναδιάρθρωσης (απόφαση eurogroup 25 Μαΐου 2016). Οι λεπτομέρειες τους, όμως, δεν θα ανακοινωθούν.
H δεύτερη ανάλυση βιωσιμότητας, αυτή του 2018, θα λαμβάνει υπόψιν τα τελικά στοιχεία απόδοσης της ελληνικής οικονομίας το 2018 και θα δημοσιοποιεί την αθροιστική απόδοση των μεσοπρόθεσμων μέτρων.
Θα περιέχει την υπόσχεση για προληπτική χρηματοδοτική γραμμή από την ΕΕ και θα περιέχει την απόφαση ή μη για επίσπευση της αποπληρωμής του ΔΝΤ.
Αξίζει να σημειωθεί ότι με το σημερινό χρονοδιάγραμμα τα δάνεια του ΔΝΤ λήγουν το 2023 ενώ τα όποια νέα δάνεια από το ΔΝΤ εκταμιευθούν ανάμεσα στο 2017 και 2018 θα λήξουν πολύ πριν το 2030 και τον τελικό ορίζοντα των προβλέψεων βιωσιμότητας.
Το πολιτικό σκέλος της συμφωνίας για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους έχει κλείσει πριν από τις συναντήσεις της Ουάσινγκτον.
Οι δε δημόσιες τοποθετήσεις τόσο της Κρ. Λαγκάρντ, όσο και του Β. Σόιμπλε και των άλλων βασικών παραγόντων στο ελληνικό πρόγραμμα δεν αποτελούν “δημόσια διαπραγμάτευση”, αλλά απλά απαντήσεις της στιγμής σε ερωτήσεις τις στιγμής, σε διαφορετικές μεταξύ τους συζητήσεις, αναφέρουν κοινοτικές πηγές.
Οι ίδιες πηγές επιμένουν πως μεταξύ του ESM και του ΔΝΤ υπάρχει συνεχής ανταλλαγή κειμένων και δεδομένων και ο σκοπός είναι ως τις 22 Μαΐου το αργότερο να έχει διευκρινιστεί το σύνολο των τεχνικών παραμέτρων γύρω από τα μέσα που θα χρησιμοποιηθούν για τη μεσοπρόθεσμη αναδιάρθρωση.
Το ΔΝΤ και η ΕΕ έχουν ήδη συμφωνήσει πως η προσέγγιση στο ελληνικό χρέος θα λαμβάνει υπόψιν πολύ περισσότερο τα ποιοτικά από τα ποσοτικά χαρακτηριστικά του.
Συγκεκριμένα: το ΔΝΤ αναγνωρίζει ότι μετά την αναδιάρθρωση του 2012 (PSI) και την επαναγορά χρέους του 2013, η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού χρέους ανήκει στον ΕSM/EFSF ή στα διμερή δάνεια των κρατών μελών.
Οι ωριμάνσεις είναι μακρινές και τα επιτόκια κοντά και κάτω της μονάδας και η περίοδος χάριτος συμπίπτει με το διάστημα αποπληρωμής του ΔΝΤ.
Πρόσφατα και η ίδια η Κρ. Λαγκάρντ παραδέχθηκε από τις Βρυξέλλες, ότι η μόνη λίστα μέτρων που είναι στο τραπέζι είναι αυτά που περιγράφονται στην απόφαση του eurogroup της 25ής Μαΐου του 2017.
Από αυτή την παλέτα λύσεων το ΔΝΤ ενδιαφέρεται ουσιαστικά για τα δύο μέτρα που σχετίζονται με την αποπληρωμή του: το τι θα γίνει με τα εναπομείναντα ποσά από τα 86 δις του συνολικού πακέτου του δανείου και την επιστροφή των κερδών από τα ελληνικά ομόλογα που σήμερα φυλάσσονται στο Λουξεμβούργο.
Το ΔΝΤ έχει ήδη βεβαιωθεί ότι ο ESM έχει τη δυνατότητα χρήσης μερικών από αυτά τα ποσά για να αμβλύνει την απώλεια κεφαλαίων κρατών μελών που ενδεχομένως χάνουν από την μείωση των επιτοκίων των διμερών δανείων, η για την απόσβεση δικών του απωλειών - αν υπάρξουν τέτοιες - κατά την αναδιάρθρωση των ωριμάνσεων.
Από εκεί και πέρα έχει σημασία να αναζητηθεί ο μηχανισμός με τον οποίο θα μπορούσε να πάρει τα δικά του λεφτά πίσω και να έχει μια βεβαιότητα για το ότι οι μελλοντικές χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας στο διάστημα 2018 - 2023 (οπότε θα έχει αποπληρωθεί) δεν θα διαταράξουν το πρόγραμμα πληρωμών. Όλα αυτά όμως δεν συζητούνται στην Ουάσιγκτον.
Πηγή του Συμβουλίου που βρίσκεται στην Ουάσινγκτον ανέφερε τα εξής:
“Όποιος έχει συμμετάσχει σε κάποια εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ, ξέρει ότι οι συναντήσεις είναι πάρα πολύ σφιχτά καθορισμένες και δεν υπάρχουν δυνατότητες για να ξεφύγει κανείς από την ατζέντα των συζητήσεων. Επιπλέον το 2017 δεν είναι ούτε 2016, ούτε 2015, και δεν επικρατούν συνθήκες "κρίσης" γύρω από το ελληνικό ζήτημα. Η συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση είναι παραγωγική και μετά από εντατικές συζητήσεις σε Βρυξέλλες και Μάλτα υπάρχει μια καθαρότητα για το πως θα κλείσουν μια σειρά από ανοιχτά θέματα. Το ζήτημα του χρέους θα εξεταστεί στο πλαίσιο των αποφάσεων της 25ης Μαϊου 2016, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Προέδρου Ντάισελμπλουμ στις 7 Απριλίου από τη Μάλτα όπου σημείωσε πως το eurogroup θα εξετάσει τα μεσοπρόθεσμα μέτρα μόλις υπάρξει συμφωνία σε επίπεδο προσωπικού μεταξύ των ελληνικών αρχών και των θεσμών που εποπτεύουν το ελληνικό πρόγραμμα”.