Η 40χρονη Κωνσταντίνα Π. έφτασε στο Αστυνομικό Τμήμα, στο κέντρο της Αθήνας, λίγο πριν το μεσημέρι και με απόλυτη ψυχραιμία ομολόγησε πως δολοφόνησε τον σύζυγό της. Η γυναίκα οδήγησε τους αστυνομικούς στο σπίτι της, μια υπόγεια τρώγλη στο Μεταξουργείο, όπου βγήκαν στο άψυχο κορμί του 38χρονου Γ.Π. Η μυρωδιά του παραθείου ήταν αισθητή σε όλο το χώρο και δεν άφηνε αμφιβολίες για τον τρόπο με τον οποίο βρήκε τραγικό τέλος ο άνδρας.
Η γυναίκα παραδέχτηκε πως η ιδέα να θέσει τέλος, με κάθε κόστος, στο μαρτύριο που ζούσε εξαιτίας του συζύγου της τριγύριζε πολύ καιρό στο μυαλό της. Η ζωή της ήταν πλέον αφόρητη, είπε. Είχε ανεχτεί τα πάντα για χάρη του γιου τους ο οποίος, όμως, πλέον ήταν 17 ετών. Έτσι, εκείνο το πρωινό του Φεβρουαρίου, του 1964, έφτιαξε δύο γαλατόπιτες, τη μία για την ίδια και τον γιο της και μια δεύτερη, μικρότερη, για τον σύζυγό της στην οποία έβαλε παραθείο.
Όπως περιέγραψε, όταν ο άνδρας ξύπνησε του πρόσφερε την γαλατόπιτα μαζί με τον καφέ του. Εκείνος μόλις έφαγε τις πρώτες μπουκιές από την δηλητηριασμένη γαλατόπιτα διαμαρτυρήθηκε ότι είχε πικρή γεύση αλλά ήταν ήδη αργά. Λίγα λεπτά αργότερα διπλώθηκε στα δύο από τους φρικτούς πόνους που ένιωσε στην κοιλιά του και στη συνέχεια κατέρρευσε. Η Κωνσταντίνα περίμενε να περάσουν δυο ολόκληρες ώρες, ώστε να βεβαιωθεί ότι ο σύζυγός της ήταν νεκρός και στη συνέχεια πήρε το δρόμο για το αστυνομικό τμήμα, όπου και παραδόθηκε.
Η Κωνσταντίνα αφηγήθηκε στους αστυνομικούς τα 20 χρόνια που έζησε μαζί με το σύζυγο της τον οποίο ερωτεύτηκε και παντρεύτηκε στην Ανδραβίδα. Ο Γ.Π. ήταν ο μοναχογιός μιας πολύ πλούσιας οικογένειας της περιοχής αλλά, μετά το θάνατο του πατέρα του, δεν άργησε να κατασπαταλήσει την οικογενειακή περιουσία και να έρθει στην Αθήνα. Όπως είπε η 40χρονη, ο σύζυγός της είχε πολλά πάθη. Ναρκωτικά, χαρτιά, γυναίκες ήταν μερικά από αυτά. Μάλιστα, 5 χρόνια νωρίτερα, η 40χρονη είχε ανακαλύψει πως ο σύζυγος της είχε αποκτήσει και ένα ακόμη γιο με μια νεότερη γυναίκα με την οποία διατηρούσε παράλληλη σχέση. Η Κωνσταντίνα του είχε ζητήσει πολλές φορές να φύγει από το σπίτι αλλά εκείνος μπαινόβγαινε όποτε ήθελε και δεν ήταν λίγες οι φορές που την έσπαγε στο ξύλο για να της πάρει τα λιγοστά χρήματα, που κέρδιζε από τη δουλειά της, για να συντηρεί τις δυο ερωμένες του.
Η 40χρονη δήλωσε στους αστυνομικούς πως δεν μετάνιωσε ούτε για μια στιγμή για το έγκλημα το οποίο διέπραξε. Στο πλευρό της και ο 17χρονος γιος της ο οποίος είπε πως η μητέρα του ζούσε μια μαρτυρική ζωή και «δικαίως έπραξε αυτό που έπραξε».
Το ίδιο είπαν και όλοι οι μάρτυρες οι οποίοι, τον Ιούνιο του 1964, κατέθεσαν στο κακουργιοδικείο της Αθήνας όπου κλήθηκε ο γυναίκα να δώσει εξηγήσεις κατηγορούμενη για ανθρωποκτονία από πρόθεση. Οι μάρτυρες αναφέρθηκαν στην βάναυση συμπεριφορά που είχε επιδείξει το θύμα σε βάρος της κατηγορούμενης. Όπως είπαν, την χτυπούσε μέχρι να πέσει αναίσθητη και μιας και ο ίδιος δεν εργαζόταν, της έπαιρνε όλα τα χρήματα για να παίζει χαρτιά και να συντηρεί τις ερωμένες του.
Η κατηγορούμενη στην απολογία της περιέγραψε το δράμα που ζούσε και τον αγώνα που έκανε για να καταφέρει να απεγκλωβιστεί από το σύζυγό της, χωρίς, ωστόσο, να τα καταφέρει. Για εκείνη, όπως είπε, ήταν μονόδρομος η απόφασή της να θέσει τέλος στη ζωή του.
Ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του ζήτησε η κατηγορούμενη να κηρυχθεί ένοχη για την δολοφονία του συζύγου της με το ελαφρυντικό, όμως, του πρότερου έντιμου βίου.
Τελικά, το δικαστήριο αναγνώρισε στην 40χρονη το ελαφρυντικό του πρότερου έντιμου βίου, καθώς και ότι εκείνη δεν οδηγήθηκε στην πράξη της από ταπεινά ελατήρια αλλά λόγω της ανάρμοστης συμπεριφοράς του συζύγου της και την καταδίκασε σε κάθειρξη 12 ετών.